- Αιθιοπία
- Κράτος της ανατολικής Αφρικής.Συνορεύει στα Β και στα Δ με το Σουδάν, στα Ν με την Κένυα, στα ΝΑ με τη Σομαλία και στα ΒΑ με το Τζιμπουτί και την Ερυθραία.Μετά την απόσπαση της Ερυθραίας (1993), η Α. (αιθιοπ. Γιατγιόπια Μανγκουίστ) δεν έχει πλέον διέξοδο στην Ερυθρά θάλασσα. Βρίσκεται δυτικά του Κέρατος της Αφρικής, σε μια ιδιαίτερη γεωγραφική θέση, ούτε βόρεια ούτε νότια της Σαχάρας, προεκτεινόμενη προς την Ασία, αλλά παρ’ όλα αυτά αναπόσπαστο μέλος της μαύρης Αφρικής. Στην εποχή της αποικιοκρατίας οφείλονται οι εδαφικές τροποποιήσεις που απέδωσαν στην Α. την Ερυθραία, περιοχή με δική της υπόσταση που απέκτησε την ανεξαρτησία της το 1993. Ωστόσο, το σημερινό έδαφος αντιστοιχεί ουσιαστικά σε εκείνο των βασιλείων που άκμασαν στην Α. από τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες. Αυτό αποτελεί μια σχεδόν μοναδική περίπτωση στην Αφρική, όπου τα κράτη είναι κυρίως αποικιακά δημιουργήματα.Σύμφωνα με το νέο σύνταγμα της χώρας, η Α. είναι ομοσπονδιακό κράτος και χωρίζεται σε 11 ομόσπονδες πολιτείες (κιλιλόκ) και 13 επαρχίες. Προβλέπεται επίσης περιφερειακή αυτονομία και το δικαίωμα της απόσχισης. Οι πολιτείες είναι οι εξής (σε παρένθεση οι πληθυσμοί το 2001): Αμχάρα (Amara Kilil, 16.294.000), Αντίς Αμπέμπα (Adis Abeba Astedader, 2.495.000), Αφάρ (Afar Kilil, 1.216.000), Γιεδεμπούπ Μπιχερόχ Μπιχερεσεμπόχ (Yedebup Biheroch Bihereseboch na Hizboch Kilil, 12.513.000), Γκαμπέλα (Gambela Hizboch Kilil, 211.000), Μπινσανγκούλ Γκουμούζ (Binshangul Gumuz Kilil, 537.000), Ντίρε Ντάβα (Dire Dawa Astedader, 318.000), Ορομίγια (Oromiya Kilil, 22.354.000), Σουμαλέ (Sumale Kilil, 3.698.000), Τιγκρέ (Tigray Kilil, 3.694.000) και Χαράρ (Hareri Hizb Kilil, 160.000) Οι γλώσσες της Α. ανήκουν σε διάφορες γλωσσικές ομάδες και είναι κυρίως σημιτικές, κουσιτικές και νειλωτικές. Στη σημιτική ομάδα ανήκουν η γκεζική, αρχαία λογοτεχνική γλώσσα της Α. που σήμερα χρησιμοποιείται μόνο ως γλώσσα της εκκλησίας και της λογοτεχνίας, η αμχαρική, επίσημη γλώσσα του σημερινού κράτους, η τιγρινική (τιγκρίνγκα), η χαραρική, η γκουραγκέ, η γκαφάτ, η γκαλίγκνα και άλλα τοπικά γλωσσικά ιδιώματα. Στην κουσιτική ομάδα ανήκουν –μεταξύ άλλων– η σομαλική και η ντανκαλική. Διάφορα άλλα γλωσσικά ιδιώματα ανήκουν στη νειλωτική ομάδα. Το αιθιοπικό αλφάβητο είναι προσαρμοσμένο νοτιοαραβικό. Απόπειρα υιοθέτησης του λατινικού αλφαβήτου, που έγινε από Αιθίοπες διανοούμενους στις αρχές του 20ού αι., δεν είχε απήχηση. Οι Αμχάρα αποτελούν το 35% του σημερινού αιθιοπικού πληθυσμού, ενώ οι Ορόμο περίπου το 40%. Το εθνοτικό μωσαϊκό συμπληρώνεται από τους Σιντάμο (9%), τους Σανκέλα (6%), τους Σομάλι (6%), τους Αφάρ (4%) και τους Γκουράρε (2%).Η Α. είναι δημοκρατία από τις 21 Μαρτίου 1975, όταν οι ένοπλες δυνάμεις –που στις 12 Σεπτεμβρίου 1974 είχαν καθαιρέσει και συλλάβει τον αυτοκράτορα Χαϊλέ Σελασιέ– κατήργησαν τη μοναρχία και όλους τους τίτλους ευγενείας. Μετά την εκδίωξη του Μεγκίστου (1991), που ήταν επικεφαλής σοσιαλιστικού καθεστώτος, η διακυβέρνηση της χώρας πέρασε σε προσωρινή κυβέρνηση, η οποία προετοίμασε, σε συνεργασία με μια ειδική επιτροπή, το νέο σύνταγμα της χώρας, σύμφωνα με το οποίο άλλαξε και η επίσημη ονομασία του κράτους σε Ομοσπονδιακή Λαϊκή Δημοκρατία. Οι εκλογές του 1994, που έγιναν σύμφωνα με τις προβλέψεις του προσωρινού συντάγματος, έδωσαν συνταγματική βουλή, η οποία επικύρωσε το νέο σύνταγμα της χώρας, η υλοποίηση του οποίου άρχισε το 1995. Η νομοθετική εξουσία ανήκει στην εθνοσυνέλευση που επιλέγει τον πρωθυπουργό και έχει 527 μέλη με πενταετή θητεία, καθώς και στην ομοσπονδιακή συνέλευση με 117 μέλη επίσης πενταετούς θητείας. Η προεδρική θητεία διαρκεί 4 χρόνια.Η Α. διαθέτει ένα πλήθος κομμάτων, τα κυριότερα από τα οποία είναι το Λαϊκό Επαναστατικό Δημοκρατικό, το Μέτωπο Απελευθέρωσης του Ορόμο, το Αιθιοπικό Κόμμα Δημοκρατικής Ενότητας, το Λαϊκό Μέτωπο του Τιγκράι κ.ά. Πρόεδρος της χώρας εξελέγη το 1995 ο Νεγκάσο Τσιντάντα και πρωθυπουργός ο Μελές Ζενάουι. Οι πολιτικές αυτές ισορροπίες διατηρήθηκαν και μετά τις εκλογές του 2000.Στην κορυφή του δικαστικού συστήματος βρίσκεται το ανώτατο ομοσπονδιακό δικαστήριο, που εδρεύει στην Αντίς Αμπέμπα.Στην Α. υπάρχουν πολυάριθμες θρησκείες, η πιο συγκροτημένη όμως είναι η κοπτική ή χριστιανομονοφυσιτική, την οποία πρεσβεύει το 40% του πληθυσμού. Το ίδιο σημαντική είναι η μουσουλμανική (45%), την οποία πρεσβεύουν οι Σομαλοί, οι Ντανκάλοι και μέρος των Ορόμο. Υπάρχουν επίσης ρωμαιοκαθολικοί και ελληνορθόδοξοι. Στο παρελθόν, υπήρχαν επίσης μερικές χιλιάδες Εβραίοι (μαύροι), οι ονομαζόμενοι φαλασά, που ήταν διασκορπισμένοι στα βόρεια και οι οποίοι μεταφέρθηκαν στο Ισραήλ το 1991, μετά από διμερή συμφωνία των δύο κρατών. Σε ό,τι αφορά το χριστιανικό παρελθόν της χώρας, ξεκινά από τους πρώτους αιώνες μ.Χ. Ο Φρουμέντιος χειροτονήθηκε από τον Μέγα Αθανάσιο πρώτος επίσκοπος Αξώμης και έτσι έγινε ο απόστολος της Α. (Φωτιστής των Αιθιόπων). Τον 5ο και 6ο αι. έφτασαν στην Α. κόπτες μοναχοί που μετέδωσαν στην αιθιοπική εκκλησία τον μονοφυσιτισμό. Οι κόπτες (που ονομάζονται μονοφυσίτες, επειδή αποδέχονται μόνο τη μία φύση του Χριστού, τη θεία) αποδέχονται τις τρεις πρώτες οικουμενικές συνόδους της εκκλησίας, ομολογούν το σύμβολο της πίστης Νίκαιας-Κωνσταντινούπολης και δέχονται επίσης τα επτά μυστήρια. Τον 18ο αι. αναστάτωσε την αιθιοπική εκκλησία μια διδασκαλία σχετικά με την υποστατική ένωση της θείας και ανθρώπινης φύσης στον Ιησού Χριστό. Παραδεχόταν δηλαδή ότι η υποστατική ένωση πραγματοποιήθηκε στη Βάπτιση του Χριστού, όταν κατέβηκε το Άγιο Πνεύμα. Χαρακτηριστικό γνώρισμα της αιθιοπικής εκκλησίας είναι η επικράτηση πολλών ιουδαϊκών στοιχείων (περιτομή, Σάββατο κ.ά.). Από τον 16ο αι. άρχισαν να καλλιεργούνται με θετικό τρόπο οι σχέσεις ανάμεσα στην ορθόδοξη και την αιθιοπική εκκλησία. Η ορθόδοξη μητρόπολη Αξώμης επανιδρύθηκε το 1908 από το πατριαρχείο Αλεξάνδρειας, αλλά μόλις το 1931 ο Μελέτιος Β’ τοποθέτησε επίσκοπο. Η αιθιοπική εκκλησία βρίσκεται πολύ κοντά στην ορθόδοξη και φαίνεται πως το δόγμα για την υποστατική ένωση των δύο φύσεων στον Χριστό –βασική ετεροδοξία της αιθιοπικής εκκλησίας– αρχίζει να χάνει την αρχική του σημασία και οξύτητα.Το πρώτο δημόσιο σχολείο δυτικού τύπου ιδρύθηκε στην Αντίς Αμπέμπα το 1905· ταυτόχρονα το κράτος ώθησε την εκκλησία να ανοίξει σχολεία στοιχειώδους εκπαίδευσης. Σκοπός ήταν να εναρμονιστεί η πατροπαράδοτη εθνική εκπαίδευση με την ευρωπαϊκή. Στις αρχές του 1935 δόθηκε προσοχή στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα, αλλά κατά τη διάρκεια της ιταλικής κατοχής επιτράπηκαν μονάχα οι σχολές σε αραβική ή ιταλική γλώσσα και όχι εκείνες σε αμχαρική. Από τα τέλη του πολέμου άρχισε το πρόγραμμα μεταρρύθμισης της εκπαιδευτικής δομής. Αλλαγές έγιναν επίσης το 1976, ενώ συντελέστηκαν νέες την περίοδο 1996-97. Η βασική εκπαίδευση ξεκινά σε ηλικία 7 ετών και διαρκεί έξι χρόνια. Άλλα έξι χρόνια διαρκεί η μέση εκπαίδευση, που χωρίζεται σε δύο κύκλους (διετή και τετραετή). Η ανώτερη εκπαίδευση παρέχεται στο πανεπιστήμιο της Αντίς Αμπέμπα (1950), στο πανεπιστήμιο της Ντίρε Ντάβα και σε μερικά ιδιωτικά ανώτερα ιδρύματα. Το ποσοστό του αναλφαβητισμού είναι ωστόσο πολύ υψηλό. Το 2001 έφτανε το 45% του ενήλικου πληθυσμού.Η Α. διαθέτει σύγχρονο στρατό, ναυτικό και αεροπορία, καθώς και μεγάλες δυνάμεις αστυνομίας. Ο στρατός της ανέρχεται σε 252.500 άτομα (2001). Η όλη συγκρότησή του αποτελεί ένα από τα κύρια ενδιαφέροντα της κυβέρνησης, με δεδομένες τις κακές σχέσεις με τη Σομαλία και την Ερυθραία.Το 1994, στη χώρα αναλογούσε ένας γιατρός ανά 35.096 κατ. Το ποσοστό βρεφικής θνησιμότητας είναι υψηλότατο, ενώ ο τομέας της υγείας απορροφά το 5% του εθνικού προϋπολογισμού.Το αιθιοπικό έδαφος στηρίζεται σε μια προκάμβρια μάζα, αποτελούμενη κυρίως από σχίστες, γνεύσιους και γρανίτες, αναδύεται σε μερικούς τομείς της χώρας (υψίπεδο της Σιντάμο-Μποράνα) και αντιπροσωπεύει ένα τμήμα της νουβιοαραβικής ασπίδας· αυτό επηρεάστηκε από τις αρχαιοζωικές ορεογενέσεις, που προκάλεσαν τον σχηματισμό ορεινών αλυσίδων, οι οποίες υπέστησαν κατά τη διάρκεια του παλαιοζωικού συνεχή διάβρωση. Στις αρχές του μεσοζωικού, όταν πια στη θέση των αλυσίδων εκτεινόταν ένα εκτεταμένο οροπέδιο, άρχισε μια αργή διαδικασία καταβύθισης· ενώ η θάλασσα κατέκλυζε βαθμιαία τη Σομαλία, την Ντανκαλία και μέρος του συγκροτήματος υψιπέδων, θαλάσσιες εναποθέσεις κλαστικού τύπου συγκεντρώνονταν στην παράκτια λωρίδα δημιουργώντας ψαμμίτες, ενώ πιο ανοιχτά, όπου υπήρχαν πελαγικές συνθήκες, σχηματίζονταν αντίθετα ασβεστολιθικές εναποθέσεις. Βαθμιαία, η διαδικασία καθίζησης σταμάτησε και αντικαταστάθηκε από μια αργή ανύψωση με αντίστοιχη θαλάσσια επαναστροφή. Στις αρχές του καινοζωικού, οι τεκτονικές κινήσεις προκάλεσαν μια ισχυρή ανύψωση της κρυσταλλοπαγούς μάζας και τον κατακερματισμό της. Από τα βαθιά ανοίγματα αναδύθηκαν στρώματα λάβας που επεκτάθηκαν στις ιζηματογενείς επιφάνειες, φτάνοντας ακόμα και το πάχος των 3.000 μ. Στο μεταξύ εξατομικεύονταν, με το άνοιγμα της Ερυθράς θάλασσας, το ντανκαλικό βαθύπεδο (που στην αρχή κατακλυζόταν από τη θάλασσα) και η Μεγάλη Ρηξιγενής Κοιλάδα. Από τις τεκτονικές κινήσεις και από την ηφαιστειακή δράση εξαρτάται ο σχετικά περίπλοκος χαρακτήρας του αναγλύφου, στο οποίο τα φαινόμενα διάβρωσης έδρασαν χωρίς συνέχεια, ακόμα και σε σχέση με διαφορετικούς κλιματικούς κύκλους. Τα στρώματα λάβας, μεταξύ των άλλων, έφραξαν μερικές κοιλάδες προκαλώντας ποτάμιες αποκλίσεις και τον σχηματισμό λιμνών, και απομονώνοντας επίσης τον ντανκαλικό κόλπο από τη θάλασσα. Η έντονη διάβρωση που άρχισε από τις γενικές ανυψωτικές κινήσεις, άνοιξε βαθιά φαράγγια, που σήμερα είναι αρκετά σπουδαία μορφολογικά στοιχεία, μια και αποτελούν τη βάση της διαίρεσης σε περιοχές. Ανάμεσα στα φαράγγια βρίσκονται τα πεδινά στοιχεία (άμπε) που αντιπροσωπεύουν την πιο τυπική μορφολογία του αιθιοπικού αναγλύφου. Μεγάλο μέρος του εδάφους της Α. αντιστοιχεί στην εκτεταμένη περιοχή ορεινών όγκων και υψηλών επιπέδων, που βρίσκονται ανάμεσα στη σομαλική χερσόνησο και το βαθύπεδο του Άνω Νείλου. Στα εδάφη της περιλαμβάνεται η εξαιρετικά άγονη περιοχή της Ντανκαλίας (Ντανκάλι) και τα υψίπεδα του Ογκαντέν, που χαμηλώνουν προς την ανατολική Σομαλία. Έως το 1991, αυτόνομη επαρχία της Α. αποτελούσαν τα εδάφη της ανεξάρτητης σήμερα Ερυθραίας. Με εξαίρεση τα περιθωριακά αυτά εδάφη, η Α. έχει τη δική της καθορισμένη γεωγραφική ενότητα, που μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελείται ουσιαστικά από μια διαδοχή υψιπέδων διαφορετικής έκτασης, με ύψος μερικές χιλιάδες μέτρα μερικές φορές, συχνά τυπικά επίπεδα, βαθιά χαραγμένα από εντυπωσιακές αύλακες τεκτονικής προέλευσης, κοιλάδες, κλεισώρειες, φαράγγια και χαράδρες. Το βόρειο τμήμα του υψιπέδου χωρίζεται από το νότιο με ένα περίπλοκο ρήγμα, που ονομάζεται Τάφρος της Ορόμο και χαρακτηρίζεται από την παρουσία μιας σειράς λιμνών, κατά ένα μέρος κρατηρικών ή μεσοηφαιστειακών. Η καρδιά της χώρας αποτελείται από τα κεντρικά υψίπεδα, στα οποία αποδίδεται γενικά η ονομασία Αιθιοπικό Υψίπεδο, αν και θα ήταν πιο κατάλληλος ο όρος συγκρότημα υψιπέδων. Αποτελούμενο ουσιαστικά από ένα μεγάλο υψίπεδο ηφαιστειακών πετρωμάτων, κατακερματισμένο από το περίπλοκο υδρογραφικό δίκτυο, φτάνει στα μεγαλύτερα ύψη του στο ανατολικό τμήμα, που ορίζεται από μια απότομη διαδοχή αναβαθμίδων, η οποία σβήνει στο ανατολικό τμήμα, που ορίζεται από την απότομη ντανκαλική πεδιάδα και τη μέση κοιλάδα του Αουάς. Πολυάριθμες κορυφές ξεπερνούν τα 4.000 μ. Στα ανατολικά της λίμνης Τάνα, το Pας Ντασιάν είναι το ψηλότερο βουνό της Α. (4.580 μ.). Τα ανάγλυφα καλύπτονται από το δάσος αειθαλών (δαφνόφυλλα και κωνοφόρα), πάνω από το οποίο αρχίζει η βλάστηση, που ζει στο όριο των αιώνιων χιονιών με θάμνους και λιβάδια. Αλλά αυτό που χαρακτηρίζει περισσότερο το υψίπεδο, είναι η παρουσία του ανθρώπου, που εδώ συναντά ιδιαίτερα κατάλληλες φυσικές συνθήκες για τις δραστηριότητές του. Επικρατεί η κτηνοτροφία βοοειδών, νομαδικής μορφής, αρχαίας προέλευσης, αλλά και η γεωργία. Το υψίπεδο ορίζεται στα νότια από τη βαθιά τάφρο της Ορόμο και φιλοξενεί πολυάριθμες λιμναίες λεκάνες, που βρίσκονται σε διάφορα ύψη. Αρχίζει στα νότια με τη λεκάνη της λίμνης Pοδόλφου, σε ύψος 407 μ., συνεχίζεται με τη λίμνη Στεφανία και ύστερα προς την Ντανκαλία ενώ ανυψώνεται βαθμιαία. Οι λίμνες Pούσπολι (Σάμο) και Αμπάτζα βρίσκονται αντίστοιχα σε ύψος 1.253 μ. και 1.285 μ., ενώ τα αντερείσματα των υψιπέδων βρίσκονται στα 3.000-4.000 μ. Από φυτογεωγραφική άποψη, η Τάφρος Ορόμο ανήκει στο περιβάλλον των δασών και της σαβάνας. Αρκετά διαφορετικά ορεογραφικά χαρακτηριστικά από το Αιθιοπικό Υψίπεδο έχει η περιοχή που βρίσκεται ΝΑ της Τάφρου Ορόμο και περιλαμβάνει σε γενικές γραμμές το Ογκαντέν και το Σιντάμο-Μποράνα. Τα μεγαλύτερα ύψη βρίσκονται κατά μήκος της παρυφής που κατεβαίνει απότομα στην τάφρο των λιμνών της Ορόμο, ενώ το υπόλοιπο έδαφος διακρίνεται για την κανονική και ομοιόμορφη κλίση προς τον Ινδικό ωκεανό. Άλλοτε γνωστή ως ο παράδεισος των Σομαλών, η περιοχή υπέστη κατά τη διάρκεια των αιώνων έναν σταθερό φυτικό εκφυλισμό λόγω των πυρκαγιών και της νομαδικής κτηνοτροφίας. Άμεση συνέχεια της Τάφρου Ορόμο, η Ντανκαλία περιλαμβάνεται μεταξύ της Ερυθράς θάλασσας και της ανατολικής πλευράς του Αιθιοπικού Υψιπέδου. Η περιοχή έχει σχεδόν τριγωνικό σχήμα και προσφέρει τυπικά δείγματα ηφαιστειακής δράσης, που σήμερα είναι κατά ελάχιστο μέρος ενεργός. Αφιλόξενη και τραχιά, δύσκολης προσπέλασης λόγω της έλλειψης νερού και καλών συγκοινωνιών, η Ντανκαλία μπορεί να διαιρεθεί σε δύο τμήματα: στο βόρειο, πλούσιο σε αλατούχους, γυψώδεις και αλκαλιούχους εναποθέσεις, και στο νότιο, που καταλαμβάνεται από αλμυρές ζώνες, στις οποίες υψώνονται ηφαιστειακοί σχηματισμοί. Το τελευταίο αυτό τμήμα εκτείνεται έως την περιοχή της Αούσα, όπου βρίσκονται μερικές λιμναίες λεκάνες, όπως η λίμνη Αμπέ, όπου εκβάλλει τα νερά του ο Αουάς.Η χώρα, μολονότι περιλαμβάνεται μεταξύ του Τροπικού του Καρκίνου και του Ισημερινού, παρουσιάζει θερμό κλίμα μόνο στις ζώνες της Ντανκαλίας και των υψιπέδων του Ογκαντέν. Το Αιθιοπικό Υψίπεδο, και γενικά όλο το έδαφος πάνω από τα 2.000 μ., έχει αξιοσημείωτη ομοιομορφία θερμοκρασίας, τα βασικά χαρακτηριστικά της οποίας αντιπροσωπεύονται από μια μέση ετήσια, που κυμαίνεται γύρω στους 18°C και από πολύ περιορισμένες διακυμάνσεις ανάμεσα στις μέγιστες και ελάχιστες θερμοκρασίες. Η Αντίς Αμπέμπα, για παράδειγμα, σε υψόμετρο 2.370 μ., έχει μέση ετήσια θερμοκρασία 15°C-16°C. Σε γενικές γραμμές, ενώ στο νότιο και κεντρικό τμήμα του υψιπέδου η θερμοκρασία φτάνει το μέγιστό της μεταξύ Απριλίου και Μαΐου, οι δύο αμέσως συνεχόμενες περιοχές στα νότια και στα νοτιοανατολικά, το γκαλοσομαλικό δηλαδή υψίπεδο και το αρουσοχαραρινό υψίπεδο, που επηρεάζονται από τον Ινδικό ωκεανό, παρουσιάζουν μια πολύ κανονική θερμική πορεία. Η Χαράρ, το κλίμα της οποίας έχει τη φήμη ότι είναι το καλύτερο της Α., έχει μέση θερμοκρασία 19°C, με μέγιστες τιμές 25°C και ελάχιστες 12°C. Η Ντανκαλία και μέρος του Ογκαντέν είναι από τις πιο θερμές και άγονες περιοχές του κόσμου, με μέγιστες απόλυτες θερμοκρασίες 50°C και μέσες ετήσιες γύρω στους 30°C. Καθώς οι νύχτες είναι πολύ ζεστές, η ισχυρή υγρασία της ατμόσφαιρας, μαζί με τη σχεδόν απόλυτη έλλειψη ανέμου, κάνουν το κλίμα ιδιαίτερα βαρύ. Περισσότερο όμως από την υψηλή θερμοκρασία, το κλίμα της Α. χαρακτηρίζεται από τη μεγάλη ατμοσφαιρική κυκλοφορία. Στο εξάμηνο Οκτωβρίου-Μαρτίου, στην ανατολική πλευρά του υψιπέδου φυσούν φτωχοί σε υγρασία βόρειοι και βορειοανατολικοί άνεμοι, προερχόμενοι από την Αραβία και την Ερυθρά θάλασσα. Στο εξάμηνο Απριλίου-Σεπτεμβρίου, αντίθετα, τα νότια υγρά ρεύματα προκαλούν αρκετές καλοκαιρινές βροχές. Γενικά, οι βροχές πέφτουν κατά το εξάμηνο Απριλίου-Σεπτεμβρίου, με μέγιστες τιμές τον Ιούλιο ή τον Αύγουστο, ενώ από τον Οκτώβριο έως τον Μάρτιο διαρκεί η περίοδος της ξηρασίας, κατά τη διάρκεια της οποίας σε μερικές περιοχές βρέχει ελάχιστα.Στο Αιθιοπικό Υψίπεδο, έχοντας υπόψη τη βλάστηση και τις καλλιέργειες, ξεχωρίζουμε τρεις υψομετρικές ζώνες, που τοπικά ονομάζονται κουολά ή κάτω ζώνη (μεταξύ 600 και 1.800 μ.), βόινα ντεγκά ή ενδιάμεση ζώνη (από τα 1.800 έως τα 2.500 μ.) και ντεγκά (πάνω από τα 2.500 μ.). Σε μερικές πιο ψηλές και τραχιές ζώνες διακρίνεται μια τέταρτη λωρίδα, που λέγεται ουρέκ, όταν το ανάγλυφο ξεπερνά τα 3.500 μ. Υπάρχουν εξάλλου αρκετά σημαντικές διαφορές στη χλωρίδα ανάμεσα στο βόρειο και στο νότιο τμήμα του υψιπέδου, όπως και ανάμεσα στις πλαγιές που στρέφονται προς την Ερυθρά θάλασσα και προς τη λεκάνη του Νείλου. Στην κουολά, που χαρακτηρίζεται από υψηλές θερμοκρασίες, επικρατεί μια βλάστηση ξηρόφιλων δασών, με δέντρα και αγκαθωτούς θάμνους (ιδιαίτερα ακακίες) και σχηματισμοί της σαβάνας και της σαβάνας-δρυμού. Στη βόινα ντεγκά (που λέγεται έτσι, επειδή εκεί καλλιεργούνται αμπέλια) το κλίμα είναι εύκρατο-θερμό και οι βροχές πέφτουν όλους τους μήνες. Οι συνθήκες του εδάφους είναι ποικίλες, αλλά η πιο κοινή μορφή βλάστησης αποτελείται από το αραιό δάσος με αειθαλή δέντρα και θάμνους. Ανάμεσα στα οπωροφόρα δέντρα επικρατούν η λεμονιά, η πορτοκαλιά, η μπανανιά και η ροδιά. Ο καφές είναι αυτοφυής στις νοτιοδυτικές ζώνες και ιδιαίτερα στην Κάφα. Η ντεγκά είναι το πιο δροσερό τμήμα της χώρας, όπου επικρατούν τα βοσκοτόπια, παρότι δεν λείπουν μερικά δέντρα, όπως η λοβελία (λείψανο της παλαιοαφρικανικής χλωρίδας) και προπάντων το κούσο, το άνθος του οποίου χρησιμοποιείται ως ανθελμινθικό. Στις καλά εκτεθειμένες στον ήλιο ράχες παράγονται θαυμάσια δημητριακά και μαζί με αυτά πατάτες, μπιζέλια, φακές και άλλα όσπρια. Πάνω από τις ζώνες αυτές βρίσκεται η ουρέκ, με βλάστηση αλπικού τύπου ή τελείως μη παραγωγική. Είναι η ζώνη των πιο ψηλών κορυφών του Σεμιέν και των ορέων της Γκοτζάμ.Οι αιθιοπικοί ποταμοί οφείλουν τα κυριότερα χαρακτηριστικά τους στην ορεογραφία και στις βροχοπτώσεις και έχουν γενικά χειμαρρώδη παροχή. Ένα τμήμα των υδάτων τους ρέει προς τον Νείλο και μέσω αυτού στη Μεσόγειο. Άλλο στρέφεται προς την Ερυθρά θάλασσα και τον Ινδικό ωκεανό, ενώ άλλο χάνεται στις άμμους ή καταλήγει σε λιμναίες λεκάνες που δεν επικοινωνούν με τη θάλασσα. Στη λεκάνη του Νείλου ανήκουν ο Σετίτ-Τακαζέ (μήκους 760 χλμ.), που πηγάζει από τα όρη Λάστα, στο κεντρικό Αιθιοπικό Υψίπεδο, και συμβάλλει στον Άτμπαρα, αφού αποστραγγίσει, άμεσα ή μέσω των παραποτάμων του, τα πιο υψηλά ανάγλυφα της χώρας. Ο Άτμπαρα (800 χλμ.) πηγάζει με διαφορετικούς βραχίονες μεταξύ Ουολκάιτ και λίμνης Τάνα, στις δυτικές παρυφές του υψιπέδου, έχει μόνιμο νερό στον άνω ρου του, αλλά είναι ξηρός από τον Δεκέμβριο έως τον Απρίλιο στον κάτω ρου του, ενώ είναι γεμάτος μεταξύ Αυγούστου και Σεπτεμβρίου. Ο Γαλάζιος Νείλος ή Αμπάι πηγάζει από το νότιο άκρο της λίμνης Τάνα. Αφού διασχίσει ορισμένα πεδινά τμήματα, διαγράφοντας μια ευρεία καμπή που χωρίζει την Γκοτζάμ από τη Σόα, δέχεται και από τις δύο πλευρές πολυάριθμους ορεινούς παραποτάμους. Ανάμεσα σε αυτούς ο πιο αξιόλογος είναι ο Νταντέσα, που πηγάζει μεταξύ Κάφα και Ουολεγκά, μια από τις περιοχές που δέχεται τις περισσότερες βροχές σε όλη τη χώρα. Το υδρογραφικό δίκτυο, το οποίο στρέφεται προς τον Ινδικό ωκεανό, παρουσιάζει απλά και ξεχωριστά χαρακτηριστικά, και αποτελείται από δύο μεγάλους ποταμούς: τον Τζούμπα και τον Ουέμπι Σεμπέλι με τους παραποτάμους τους. Οι ποταμοί αυτοί πηγάζουν από την πιο ψηλή περιοχή που δεσπόζει στην Τάφρο της Ορόμο, επίσης πλούσια σε βροχές. Πάνω από την Ντόλο, κοντά στα σύνορα Α. και Σομαλίας, από την ένωση των ποταμών Ντάουα, Γκανάλε και Ουέμπι Τζέστρο, σχηματίζεται ο Τζούμπα, πλούσιος σε μαιάνδρους, καταρράκτες, κλεισώρειες διάβρωσης και άφθονος σε νερά. Ο Ουέμπι Σεμπέλι, αντίθετα, πηγάζει από τη βόρεια πλαγιά του όρους Γκουράμπα, σε μια ζώνη σαβάνας. Διαρρέει την ευρεία κόγχη της Χογκισό, που άλλοτε ήταν λίμνη, και ύστερα σχηματίζει δύο επιβλητικούς καταρράκτες (ένας από τους οποίους έχει ύψος 140 μ.) και μια σειρά από μικρότερους, μέσα σε ένα γραφικό φαράγγι διάβρωσης. Δέχεται πολυάριθμους παραποτάμους, πολλοί από τους οποίους είναι μόνιμοι. Είναι πλούσιος σε νερά στον άνω ρου του, αλλά η παροχή του ελαττώνεται στον μέσο και κάτω ρου. Από τα πολυάριθμα μικρότερα υδάτινα ρεύματα, που αποτελούν μέρος ενδορροϊκών λεκανών, μόνο δύο έχουν πραγματική σπουδαιότητα: ο Αουάς και ο Όμο (Όμο Μποτέγκο). Ο Αουάς πηγάζει από τα ΝΔ της Αντίς Αμπέμπα και αποστραγγίζει με τους πολυάριθμους παραποτάμους στον άνω ρου του τις πλαγιές της Σόα και της Γκουραγκέ. Ρέει κατά το μεγαλύτερο μέρος στο ευρύ βαθύπεδο Ορόμο και καταλήγει σε μια προσωρινή λίμνη της Αούσα, αφού χάσει από εξάτμιση και έλλειψη καινούργιων εισφορών σχεδόν όλο το νερό του. Ο Όμο, που εκβάλλει στη λίμνη Pοδόλφου, έχει τις πηγές του στα νότια του όρους Γκοροτσέν, στο νότιο τμήμα του Αιθιοπικού Υψιπέδου, το οποίο διασχίζει ολόκληρο. Το μεγαλύτερο μέρος του ρου του στρέφεται μέσα από βαθιές άγριες κοιλάδες και σε πλαγιές με πυκνά δάση. Η ύπαρξη κλειστών λεκανών διευκόλυνε τον σχηματισμό πολυάριθμων λιμνών, που καταλαμβάνουν τα πιο χαμηλά τμήματα των μεγάλων τεκτονικών τάφρων. Σπουδαίες είναι εκείνες –κατά μεγάλο μέρος αλμυρές– της Τάφρου Ορόμο, όπου ηφαιστειακά φαινόμενα έχουν χωρίσει τις διάφορες λιμναίες λεκάνες, κάνοντάς τις ανεξάρτητες. Στα ΝΔ βρίσκονται οι μεγαλύτερες λίμνες, ανάμεσα στις οποίες ξεχωρίζει η λίμνη Pοδόλφου, της οποίας όμως μονάχα το ακραίο βόρειο τμήμα εισέρχεται στα σύνορα της Α., η λίμνη Αμπάτζα ή Μαργαρίτα (1.150 τ. χλμ.), γύρω από την οποία βρίσκονται διάφορες λίμνες μικρής σπουδαιότητας, όπως η Στεφανία, άλλοτε εκτεταμένη και σπουδαία, που σήμερα βρίσκεται σε φάση αποξήρανσης. Στο υψίπεδο, τέλος, η πιο αξιόλογη λίμνη είναι η Τάνα (3.200 τ. χλμ.), που σχηματίστηκε με φραγή της κοιλάδας του Γαλάζιου Νείλου.Ο πληθυσμός της Α. προήλθε από την ανάμειξη μαύρων και ευρωπιδών. Οι χαμίτες προηγήθηκαν χρονικά από τους σημίτες, αλλά τα πρώτα κύματα των μεταναστών αποτελούνταν από μαύρους που διείσδυσαν σε διαφορετικές εποχές από τις νότιες περιοχές προς τα υψίπεδα. Εκεί ζουν μέχρι σήμερα μερικές ομάδες, που από τα χαρακτηριστικά τους μπορούν να οριστούν ως παλαιονεγροειδείς. Οι μεταναστεύσεις των σημιτικών πληθυσμών, που πιθανότατα προέρχονταν από τη νότια Αραβία (7ος – 5ος αι. π.Χ.), συνέβαλαν στον σχηματισμό του πληθυσμού που αποτελεί τον αντιπροσωπευτικότερο πυρήνα της χώρας, δηλαδή των Αβησσυνών, στους οποίους ανήκουν οι Αμχάρα. Στους σημίτες οφείλεται και η καθιέρωση μιας ανώτερης κουλτούρας, όπως εκφράστηκε από το βασίλειο της Αξούμ (Αξώμη), που ένωσε τους κατοίκους του υψιπέδου. Οι Αμχάρα αποτελούν το 32% του σημερινού αιθιοπικού πληθυσμού, καταλαμβάνουν το μεγαλύτερο μέρος του κεντροανατολικού υψιπέδου, όπου, προφυλαγμένοι από εξωτερικές επιδράσεις, ανέπτυξαν έναν δικό τους πολιτισμό. Οι περιοχές που κατοικούνται από τους Αμχάρα, είναι το Γκοτζάμ, η Σόα και η Τιγκρέ. Το 40% του πληθυσμού αποτελούν οι Ορόμο, στους οποίους υπερέχουν τα χαμιτικά στοιχεία. Σήμερα καταλαμβάνουν σχεδόν ολόκληρο το ΝΔ τμήμα του Αιθιοπικού Υψιπέδου, σημαντικό μέρος του υψιπέδου της σομαλικής περιοχής Χαράρ, τη μέση κοιλάδα του Κυανού Νείλου και προωθούνται προς την ορεινή ζώνη του Ουολό. Οι Ορόμο στο μεγαλύτερο μέρος τους είναι γεωργοί και κτηνοτρόφοι, και περιλαμβάνουν ομάδες από τις οποίες βασικότερες είναι οι Αρούσι, οι Μποράνα, οι Τζαμ-Τζαμ κ.ά. Άλλη σημαντική αιθιοπική οικογένεια είναι οι Σιντάμα, που κατοικούν στην ομώνυμη περιοχή και στην Κάφα. Οι Σομάλι είναι μια άλλη σημαντική χαμιτική ομάδα, που έφτασε από τη θάλασσα και εγκαταστάθηκε τον πρώτο καιρό κατά μήκος του κόλπου του Άντεν, απ’ όπου προχώρησαν δυτικότερα υποχρεώνοντας τους Ορόμο να μεταναστεύσουν προς το εσωτερικό. Καταλαμβάνουν το Ογκαντέν και μέρος του εδάφους στα βόρεια της σιδηροδρομικής γραμμής Αντίς Αμπέμπα-Ντίρε Ντάβα και ανάμεσα στους ποταμούς Ουέμπι Σεμπέλι και Τζούμπα. Αλλά εκτός από σημιτικά, αιθιοπικά και χαμιτικά γένη, στη χώρα ζουν και άλλες φυλετικές ομάδες, όπως οι παλαιονεγροειδείς και νεγροειδείς σουδανικής καταγωγής. Πολυάριθμες είναι και άλλες εθνικές ομάδες, όπως οι Αγκάου που ίσως κατάγονται από την αρχαιότερη χαμιτική οικογένεια του υψιπέδου και κατοικούν στην περιοχή της Λάστα στη νότια Τιγκρέ, οι Pασαϊντά, καθώς και οι Φαλασά που ζούσαν ως νομάδες στο Σεμιέν, στην Τιγκρέ και στην περιοχή της λίμνης Τάνα και στην πλειοψηφία τους μετανάστευσαν στις αρχές της δεκαετίας του 1990 στο Ισραήλ.Η κατανομή του πληθυσμού δεν είναι ομοιόμορφη και εξαρτάται πάντοτε από το περιβάλλον και το είδος ζωής. Οι υψηλότερες τιμές παρατηρούνται στο υψίπεδο, όπου το καλό κλίμα με τις άφθονες βροχές επιτρέπει μια αρκετά ανεπτυγμένη γεωργία. Τιμές χαμηλότερες από αυτές παρατηρούνται στις περιφερειακές ζώνες, στα σύνορα με τη Σομαλία και το Σουδάν. Το πιο αραιοκατοικημένο τμήμα της χώρας είναι η Μπάλε. Το 2001 ο πληθυσμός της χώρας ανερχόταν σε 67.673.031 κατοίκους, με πυκνότητα 60 κατ. ανά τ. χλμ., ετήσια αύξηση του πληθυσμού της τάξης του 2,7% και προσδόκιμο ζωής τα 43,8 χρόνια για τους άντρες και τα 45,5 για τις γυναίκες.Οι εθνικές διαφορές των αιθιοπικών πληθυσμών, οι ποικίλες μορφές περιβάλλοντος και κλίματος, οι κατά τόπους οικονομικές συνθήκες, αλλά και οι πολυάριθμες θρησκευτικές τάσεις, είναι στοιχεία που καθορίζουν μια πολυμορφία τόσο στα κατοικημένα κέντρα όσο και στις απομονωμένες κατοικίες. Κοινό στοιχείο όμως είναι τα χωριά, που αφθονούν σε βάρος των σποραδικών εγκαταστάσεων. Στις δασώδεις περιοχές είναι πάντοτε χτισμένα στο κέντρο κάποιου ξέφωτου· όταν υπάρχει ποταμός, στο πέρασμά του, και όταν υπάρχει οδικό δίκτυο, στο σταυροδρόμι. Διαφορετική είναι και η μορφή των σπιτιών, στα οποία κυριαρχεί η κυλινδρο-κωνική μορφή. Η καλύβα σε σχήμα κυψέλης είναι αυτή που χρησιμοποιείται από τους αρχαιότερους γεωργικούς πληθυσμούς της Α. Στις βόρειες περιοχές επικρατεί το σπίτι σε σχήμα τετράγωνο ή ορθογώνιο (χουντμό), το οποίο αποτελείται από ένα δωμάτιο που χωρίζεται σε τρία μέρη με πήλινα βάζα. Η κουζίνα και το κρεβάτι βρίσκονται στο πίσω μέρος ενώ δεν λείπει ποτέ η βεράντα, όπου και γίνονται οι περισσότερες δουλειές του σπιτιού. Η στέγη είναι επίπεδη και σκεπασμένη από φύλλα και κοπρόχωμα. Πιο νότια, όπου οι βροχές είναι άφθονες, η πιο συνηθισμένη μορφή σπιτιού είναι η κυλινδρική καλύβα με σκεπή σε σχήμα κώνου (αγκντό). Αυτή αποτελείται από ένα και μόνο δωμάτιο διαμέτρου 6-10 μ., έχει για τοίχο κορμούς δέντρων και κλαδιά που συχνά καλύπτονται με ένα μείγμα από λάσπη και άχυρο. Η σκεπή στηρίζεται από έναν κεντρικό πάσσαλο και είναι φτιαγμένη από μικρότερους πασσάλους που σκεπάζονται από άχυρα. Το σπίτι έχει μόνο ένα άνοιγμα. Άλλες μορφές σπιτιών είναι το αρμπούρ, περίφρακτος χώρος σε σχήμα οβάλ, όπου οι πάσσαλοι γέρνουν προς το εσωτερικό σχηματίζοντας μια μεγάλη καλύβα ακάλυπτη στο κέντρο, το ντασά, κωνική καλύβα από φύλλα χωρίς κεντρικό υποστήριγμα και με τριγωνικό άνοιγμα. Στην Ντανκαλία κατασκευάζουν καλύβες από φύλλα φοίνικα και ψάθα. Οι νομάδες βοσκοί χρησιμοποιούν, τέλος, κομμάτια υφάσματος, ψάθες, δέρματα και φύλλα για την κατασκευή των προσωρινών κατοικιών τους.Ελάχιστα είναι τα αστικά κέντρα στην Α. Μαζί με την πρωτεύουσα, λίγες πόλεις ξεπερνούν τους 100.000 κατ. Πολλοί είναι αντίθετα οι μικροί συνοικισμοί με θρησκευτική και εμπορική δραστηριότητα, χτισμένοι πάνω στους μεγαλύτερους συγκοινωνιακούς κόμβους, οι οποίοι ακολουθούν τις φυσικές κατευθυντήριες που ορίζονται από τη διαμόρφωση του εδάφους. Τα κέντρα αυτά, που συνήθως έχουν πληθυσμό 10.000-20.000 κατ., συχνά περικυκλωμένα ακόμα από τείχη, είναι πολύ διαφορετικά από περιοχή σε περιοχή: παζάρια, αγορές, τζαμιά και εκκλησίες, τους δίνουν μια ιδιαίτερη όψη. Ξεχωριστές ήταν συνήθως στο παρελθόν οι συνοικίες των Ευρωπαίων. Η Αντίς Αμπέμπα (βλ. λ.) παρουσιάζει μια πολεοδομία σύγχρονου τύπου που οφείλεται κατά μεγάλο μέρος στους Ιταλούς, οι οποίοι ακόμα και στη μεταπολεμική περίοδο δούλεψαν στον οικοδομικό τομέα κατασκευάζοντας σημαντικά κτίρια, μερικά από τα οποία έχουν αρχιτεκτονική αξία. Άλλα μεγάλα αστικά κέντρα είναι η Ντίρε Ντάβα (βλ. λ.), η Χαράρ (βλ. λ.), το Γκοντάρ (βλ. λ.), το Τζίμα (βλ. λ.) και η Ντέσιε (Dessie, 117.268 κάτ.), που βρίσκεται σε ύψος 2.703 μ. πάνω στο αιθιοπικό οροπέδιο και οφείλει την ανάπτυξή της στον Ρας Ταφάρι Μακόνεν.Η οικονομία της Α. εξακολουθεί να επηρεάζεται από την πολύχρονη μαρξιστική διακυβέρνηση και τον εμφύλιο πόλεμο με τους αντάρτες της Ερυθραίας. Παράλληλα όμως σημαντικά προβλήματα δημιουργεί και η ξηρασία που πλήττει τη χώρα περιοδικά και προκαλεί σοβαρές αναστατώσεις, αφού καταστρέφει τη γεωργική παραγωγή, η οποία αποτελεί τη βάση της οικονομίας της. Η τελευταία σοβαρή ξηρασία ήταν αυτή του 1991-93. Περίπου 4,5 εκατ. άνθρωποι χρειάστηκαν τρόφιμα από ξένες χώρες για να επιβιώσουν. Η νέα κυβέρνηση προχώρησε σε ορισμένα μέτρα για την ενίσχυση της οικονομίας, όπως αύξηση των επιτοκίων, υποτίμηση του νομίσματος, ενίσχυση της βιομηχανικής παραγωγής, ιδιωτικοποίηση των διαφόρων κρατικών επιχειρήσεων κ.ά. Το 2001, το ΑΕΠ της Α. ανήλθε σε 46.000 εκατ. δολάρια ΗΠΑ και το κατά κεφαλήν εισόδημα σε 700 δολάρια, από τα πιο χαμηλά σε όλο τον κόσμο. Ο πληθωρισμός την περίοδο 1990-99 ήταν στο 7,6% και το 2000 υπολογίστηκε σε 5%, ενώ η ανεργία βρίσκεται σε υψηλότατα επίπεδα (40% στην πρωτεύουσα). Υπάρχει πάντως μεγάλη υποαπασχόληση. Η χώρα διαθέτει πετρέλαιο, χρυσό, λευκόχρυσο, χαλκό και άλλα μεταλλεύματα, αλλά η αξιοποίησή τους είναι περιορισμένη. Το 80% του ενεργού πληθυσμού ασχολείται με τη γεωργία. Η βιομηχανική υποδομή είναι μικρή. Η ενέργεια προέρχεται κυρίως από υδροηλεκτρικούς σταθμούς και αυτό δημιουργεί σοβαρά προβλήματα στην οικονομία σε περιόδους ξηρασίας. Επίσης, η χρησιμοποίηση ξυλείας για την παραγωγή ενέργειας οδήγησε στην αποψίλωση των δασών με τεράστιες περιβαλλοντικές συνέπειες.Η γεωργία απασχολεί τη μεγάλη πλειοψηφία του ενεργού πληθυσμού και έχει αρχαιότατες ρίζες που συνδέονται με την επέκταση του γεωργικού πολιτισμού του Νείλου στον νότο. Στις βόρειες περιοχές (Τιγκρέ, Μπεγκεμντέρ, Γκοτζάμ κ.ά.) όπου οι γεωργικές καλλιέργειες είναι πιο σύνθετες και το μεγαλύτερο μέρος των εδαφών ανήκει σε αυτούς που το καλλιεργούν, η μεταρρύθμιση συνάντησε μεγάλες δυσκολίες. Στις νότιες περιοχές, αντίθετα, έγινε εύκολα αποδεκτή. Με την προώθηση της μεταρρύθμισης θα έπρεπε να γίνει δυνατή η επέκταση των καλλιεργούμενων εδαφών. Η άρδευση μπορεί και αυτή να επεκταθεί περισσότερο, αφού υπάρχουν άφθονες πηγές νερού, και να καλύψει περισσότερο από το 30% των εδαφών που καλύπτει σήμερα. Οι βασικότερες καλλιέργειες για την τοπική κατανάλωση είναι τα δημητριακά που καλλιεργούνται κυρίως στα γόνιμα ηφαιστειογενή εδάφη. Η καλλιέργεια του σιταριού, χάρη στις πρόσφορες κλιματικές και εδαφικές συνθήκες, αναπτύχθηκε σημαντικά τα τελευταία χρόνια. Άλλο δημητριακό που καλλιεργείται ευρύτατα χάρη στην αντοχή του στην ξηρασία είναι το κριθάρι, που συμβάλλει στη διατροφή ανθρώπων και ζώων. Το καλαμπόκι είναι επίσης μια εκλεκτή καλλιέργεια και αποτελεί τη βάση της διατροφής πολλών πληθυσμών. Από τα δημητριακά που καλλιεργούνται από την αρχαιότητα υπάρχει μεγάλη ποικιλία κεχριού και σόργου, σημαντικότατων για τη διατροφή πληθυσμών που ζουν στα ζεστά και ξηρά κλίματα. Από τις ποικιλίες του κεχριού διαδεδομένο είναι το τεφ που μαζί με την ποικιλία ζάντα δίνει ένα θαυμάσιο αλεύρι. Το κεχρί χρησιμεύει κυρίως ως ζωοτροφή και για την κατασκευή ποτού όμοιου με την μπίρα. Παντού διαδεδομένα είναι τα λαχανικά, τα κρεμμύδια, οι πιπεριές και άλλα κηπευτικά. Τέλος, τα καρποφόρα δέντρα άρχισαν να αποκτούν μια αξιόλογη θέση ανάμεσα στις άλλες καλλιέργειες. Οι εμπορικές καλλιέργειες αφορούν τέσσερις ομάδες προϊόντων: πρώτες ύλες κλωστοϋφαντουργίας, ελαιουργίας, ειδών διατροφής και άλλα γεωργικά προϊόντα. Σημαντική θέση ανάμεσα σε αυτές κατέχει η καλλιέργεια του βαμβακιού και της αγαύης που καλλιεργείται με μεγάλη επιτυχία από το 1903. Προϊόντα σημαντικά για την ελαιουργία είναι το σουσάμι, η αραχίδα και ο ελαιοφοίνικας, ενώ από αυτά που προορίζονται για τη βιομηχανία τροφίμων ξεχωρίζει ο καφές που ευδοκιμεί κυρίως στην Τζίμα, στην Κάφα, στο Σιντάμο, στην Ουολεγκά, στην Ορόμο, στη Χαράρ και στην Κερκέρ. Το ζαχαροκάλαμο καλλιεργείται κυρίως στην κοιλάδα του Αουσάκ, όπου οι φυτείες είναι πλήρως εκσυγχρονισμένες. Άλλη βασική βιομηχανική καλλιέργεια είναι ο καπνός που μπορεί να καλλιεργηθεί και σε εδάφη ύψους 2.600 μ., ενώ τα δάση αποτελούν μια σημαντική κληρονομιά και προσφέρουν περιζήτητα είδη ξυλείας.Στη δεύτερη θέση μετά τη γεωργία έρχεται η κτηνοτροφία, σημαντικότατη για την οικονομία της χώρας. Όμως, παρά την πληθώρα ζώων δεν εξάγονται παρά μόνο δέρματα. Η παραγωγικότητα είναι πολύ χαμηλή εξαιτίας των παλιών τεχνικών μεθόδων, της κακής διατροφής και των ασθενειών που αποδεκατίζουν τα κοπάδια. Έτσι, στις πιο πλούσιες περιοχές κατασκευάστηκαν εγκαταστάσεις σφαγείων και δημιουργήθηκαν κέντρα για την παραγωγή γαλακτοκομικών προϊόντων. Διαδεδομένα είναι τα βοοειδή και οι αίγες. Για τις μεταφορές χρησιμοποιούνται ευρύτατα τα μουλάρια και τα γαϊδούρια.Από τις απαρχές έως τους Σολομωνίδες. Από τις πιο μακρινές εποχές, στο Κέρας της Αφρικής ζούσαν νεγρο-σουδανικές φυλές και κουσίτες, οι οποίοι ανήκαν στη χαμιτο-σημιτική οικογένεια και ήταν συγγενείς προς τους αρχαίους Αιγυπτίους, τους Λιβυο-Βερβέρους, και γενικά τους σημίτες. Τα κράτη που κατείχαν αυτοί οι πληθυσμοί αργότερα υποτάχθηκαν και σιγά-σιγά αφομοιώθηκαν από τους Άραβες εποίκους που έρχονταν από την απέναντι όχθη της Ερυθράς θάλασσας. Από αυτή την ανάμειξη προήλθε ο πληθυσμός που στις αρχές της δικής μας εποχής ίδρυσε το βασίλειο της Αξούμ με Αιθίοπες άρχοντες που αρχικά ήταν συνδεδεμένοι με το βασίλειο της Αραβίας, αλλά αργότερα, από τον 2ο αι. μ.Χ., ανεξαρτητοποιήθηκαν. Οι συχνές εμπορικές επαφές με τον ελληνορωμαϊκό κόσμο άνοιξαν τον δρόμο στον εκχριστιανισμό των Αιθιόπων. Την τελευταία περίοδο λάμψης, τη γνώρισε το κράτος της Αξούμ όταν το 519 ο Αιθίοπας βασιλιάς Κάλεμπ αποβιβάστηκε στη νότια Αραβία καταλαμβάνοντας την Υεμένη (525) που μέχρι το 572 έμεινε υποτελής στο χριστιανικό βασίλειο της Αξούμ (Αξώμης). Το τέλος της βασιλείας του Κάλεμπ, γύρω στα μέσα του 6ου αι., σήμανε την αρχή της πτώσης της Αξούμ. Το Ισλάμ, όταν άρχισε να αναδύεται η αραβική αυτοκρατορία των χαλίφηδων, απέκλεισε την Α. από τη συμμετοχή στη διεθνή πολιτική. Η αραβική κατοχή στην Αίγυπτο, τη Συρία και την Περσία είχε ως αποτέλεσμα και την κατοχή των δύο οδών, θαλάσσιας και ηπειρωτικής, από το χαλιφάτο, το οποίο απέσπασε έτσι όλες τις δραστηριότητες που από την αρχαιότητα ασκούσε η Α. Επιπλέον, η κατάληψη του νησιού Ντάλακ, που έγινε πριν από το 712, έδωσε στην αραβική αυτοκρατορία το δικαίωμα ελέγχου στον κόλπο Άντουλις, που αποτελούσε τη διέξοδο της Α. προς τη θάλασσα. Τέλος, συν τοις άλλοις, στις νότιες αιθιοπικές ακτές άρχισαν να σχηματίζονται πολυάριθμα μουσουλμανικά πριγκιπάτα τα οποία σιγά-σιγά εξαπλώθηκαν προς το εσωτερικό του υψιπέδου και αποτέλεσαν σοβαρό εμπόδιο επέκτασης του χριστιανικού αιθιοπικού βασιλείου προς τον νότο. Ένα κίνητρο για τη μάχη εναντίον του Ισλάμ αποτέλεσε, εκτός των άλλων, η ανάγκη επέκτασης της Α. που μπορούσε να πραγματοποιηθεί μόνο προς τα νότια του υψιπέδου, προς τα σημεία δηλαδή που είχαν καταληφθεί από τους μουσουλμάνους. Οι αγώνες εναντίον των μουσουλμανικών κρατών χαρακτηρίζουν μια μακρόχρονη ιστορική περίοδο της Α. και έφτασαν στη μεγαλύτερη ένταση υπό τη δυναστεία των Σολομωνιδών που από το 1270 είχε ανέλθει στον θρόνο της χριστιανικής Α. Σε αυτό τον αγώνα διακρίθηκε κυρίως ο νεγκούς Άμντα Σιόν Α’ που βασίλεψε από το 1314 μέχρι το 1344. Επικράτησε σε τρεις μάχες επί των Αιθιόπων μουσουλμάνων, η ηγεμονία των οποίων πέρασε (1285) από το σουλτανάτο της Σόα στο σουλτανάτο του Ιφάτ, ύστερα από μια σειρά εμφυλίων πολέμων που εξασθένισαν τη Σόα. Αργότερα, ο Σολομωνίδης νεγκούς Ιεσάακ (1414-29) νίκησε τον σουλτάνο του Ιφάτ, Σαντ αντ-Ντιν ιμπν Άχμετ και υπέταξε μεγάλο μέρος των μουσουλμανικών πριγκιπάτων. Μεγαλύτερος όμως άρχοντας αυτής της δυναστείας υπήρξε ο Ζάρα Ιακόμπ (1434-68) που ανάμεσα στ’ άλλα κατέπνιξε πολεμικές επιχειρήσεις των απογόνων του Σαντ αντ-Ντιν. Από τη μουσουλμανική επιδρομή μέχρι την ενοποίηση της αυτοκρατορίας. Στις αρχές του 16ου αι. η Α. βρισκόταν υπό την ηγεσία της λαμπρής δυναστείας των Σολομωνιδών, ενώ το μουσουλμανικό κράτος του Άνταλ βρισκόταν σε περίοδο παρακμής εξαιτίας των εμφυλίων πολέμων. Έπειτα από πολλούς αγώνες, τον μουσουλμανικό θρόνο ανέλαβε ο Άχματ ιμπν Ιμπραήμ, ο οποίος πρότεινε επιδρομή εναντίον των Αιθιόπων. Ο άρχοντας Λεμπνά Ντενγκέλ (1508-40) αντιστάθηκε με όλες τις δυνάμεις του, αλλά δέχτηκε πολλές ήττες και μετά τον θάνατό του ολόκληρη η Α. μπορούσε να θεωρηθεί υποτελής του Άχματ. Εκείνη την εποχή, όμως, η ανακάλυψη του νέου δρόμου προς τις Ινδίες μέσω του Ακρωτηρίου της Καλής Ελπίδας επανέφερε την αιθιοπική αυτοκρατορία στον χώρο της διεθνούς πολιτικής. Η Πορτογαλία ενδιαφέρθηκε για την υπεράσπιση του νέου δρόμου της από την Αίγυπτο και άρχισε να στέλνει στην Ερυθρά θάλασσα ναυτικό για την αντιμετώπιση των αιγυπτιακών πλοίων. Ο νέος άρχοντας Κλαύδιος (1540-59) αφοσιώθηκε ολόψυχα στη μάχη. Ο αντιβασιλέας της πορτογαλικής Ινδίας, Στέφανο ντα Γκάμα, γιος του θαλασσοπόρου Βάσκο, έφτασε στη Μασάουα τον Φεβρουάριο του 1541, όπου και αποβίβασε ένα απόσπασμα 400 ενόπλων μαχητών με αρχηγό τον Χριστόφορο ντα Γκάμα. Πολύ λίγες νίκες μπόρεσε όμως να χαρεί ο γενναίος αδελφός του Στέφανο, που γρήγορα έπεσε στα χέρια του Άχματ ιμπν Ιμπραήμ και αποκεφαλίστηκε. Λίγους μήνες αργότερα, όμως, τον Φεβρουάριο του 1543, ο νεγκούς Κλαύδιος νίκησε τον μουσουλμανικό στρατό σε μια μάχη που πρώτο θύμα της ήταν ο ίδιος ο Άχματ. Το 1559 ο μουσουλμάνος εμίρης της Χαράρ, Νουρ ιμπν Μουγκαχίτ, σε μια μάχη στο Φαταγκάρ νίκησε τον Κλαύδιο, αλλά αυτό δεν σήμαινε πια τίποτα εν όψει του φοβερού κύματος των νέων επιδρομέων, Ορόμο, που ερχόταν εναντίον των μουσουλμάνων. Οι Ορόμο που κατοικούσαν στις ακτές του Ινδικού ωκεανού, πιεζόμενοι από τους Σομαλούς που προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να φτάσουν στη ζώνη των ποταμών Ουέμπι Σεμπέλι και Τζούμπα, πέρασαν στο υψίπεδο υποτάσσοντας τα μουσουλμανικά κράτη και τους χριστιανούς, υποχρεώνοντάς τους να μετακινηθούν προς την ανατολική πεδιάδα. Ο αποκλεισμός της Α. έγινε ακόμα πιο έντονος, όταν οι σχέσεις της με την Πορτογαλία χαλάρωσαν. Αργότερα, ο νεγκούς Σουσένιος δέχτηκε την ένωση με την καθολική εκκλησία (11 Φεβρουαρίου 1626), ενώ για την Α., με όλες τις χριστιανικές αποστολές που δεχόταν, άρχιζε μια νέα φάση της πολιτιστικής της ιστορίας. Στο μεταξύ, η κατάσταση της χώρας στο πολιτικό πεδίο διαρκώς επιδεινωνόταν. Στη μουσουλμανική απειλή είχε προστεθεί ο φόβος των επιδρομέων Ορόμο και οι εμφύλιοι πόλεμοι. Η χώρα διαμοιραζόταν ανάμεσα στους διάφορους φεουδάρχες και τους επικεφαλής στρατιωτικών μονάδων. Μόνο μετά τον 19ο αι. η Α. κατάφερε να βγει από αυτή τη θλιβερή κατάσταση παρακμής, χάρη στην ενοποίηση της αυτοκρατορίας που έγινε με προσπάθειες του νεγκούς Θεοδώρου Β’ (1855-68), που υπήρξε τραγική μορφή στην αιθιοπική ιστορία, έτσι όπως βρέθηκε αναγκασμένος, υπό την πίεση της μουσουλμανικής απειλής και την εχθρότητα των μεγάλων φεουδαρχών, να θέσει τη χώρα του στην επιρροή των μεγάλων αποικιοκρατικών δυνάμεων. Ευρωπαϊκός αποικισμός. Όπως για τον Θεόδωρο, έτσι και για τον νέο νεγκούς Ιωάννη Δ’ (1871-89), έντονο υπήρξε από την αρχή το πρόβλημα εδραίωσης της δύναμής του κατά των μεγάλων φεουδαρχών. Όταν άνοιξε η διώρυγα του Σουέζ το 1869, άρχισαν πάλι οι ευρωπαϊκές δυνάμεις να παίρνουν θέση στα γεγονότα των χωρών της Ερυθράς θάλασσας. Τον Ιωάννη Δ’ διαδέχθηκε ο Μενελίκ ο οποίος, αφού αποκατέστησε το γόητρό του στην Α., προσπάθησε να εξασφαλίσει την υποστήριξη της Ιταλίας συνάπτοντας με τον κόμη Αντονέλι τη συμφωνία του Ουτσάλι (2 Μαΐου 1889) με την οποία αναγνωριζόταν η ιταλική κατοχή σε μεγάλο μέρος του υψιπέδου. Δεν άργησαν όμως οι δύο χώρες να εμπλακούν σε πόλεμο με τελικό νικητή την Α. Οι Ιταλοί δέχτηκαν να συνθηκολογήσουν και στις 26 Οκτωβρίου 1896 υπογράφηκε στην Αντίς Αμπέμπα συνθήκη ειρήνης με την οποία παραγραφόταν η συμφωνία του Ουτσάλι και αναγνωριζόταν η πρόσκαιρη γραμμή συνόρων κατά μήκος της ροής των ποταμών Μάρεμπ, Μπελέσα και Μίνα. Αυτές και άλλες επιτυχίες προσέδωσαν στον αυτοκράτορα Μενελίκ Β’ μεγάλο γόητρο και τεράστια δύναμη σε ολόκληρη την Α. Η θέση της χώρας εδραιώθηκε στο παιχνίδι της διεθνούς πολιτικής και τα σύνορα της αυτοκρατορίας καθορίστηκαν ύστερα από μια σειρά συμφωνιών. Τον Μενελίκ Β’, που πέθανε το 1913, διαδέχτηκε για σύντομη περίοδο ο ανιψιός του Ιγιάσου που κατά τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο φάνηκε ευνοϊκός προς τους μουσουλμάνους και γι’ αυτό εκθρονίστηκε κατά την επανάσταση του 1916 που έκλεισε με τη μάχη του Σαγκάλε και τη φυλάκισή του. Στον θρόνο ανήλθε τότε η αυτοκράτειρα Ζαουντίτου, κόρη του Μενελίκ Β’ και ανακηρύχθηκε διάδοχος του θρόνου ο Ρας Ταφάρι Μακόνεν. Το 1923 η Α. έγινε μέλος της Κοινωνίας των Εθνών και άρχισε να εφαρμόζει μια πολιτική σύναψης σχέσεων με τα σπουδαιότερα ευρωπαϊκά κράτη, και ιδιαίτερα με την Ιταλία (σύμφωνο φιλίας, 2 Αυγούστου 1928). Δύο χρόνια αργότερα, με τον θάνατο της αυτοκράτειρας Ζαουντίτου, τον θρόνο ανέλαβε ο Ρας Ταφάρι Μακόνεν παίρνοντας το όνομα Χαϊλέ Σελασιέ Α’. Οι συνεχείς πόλεμοι της ανεξαρτησίας. Η Ιταλία, έχοντας την πρόθεση να δημιουργήσει μια δική της αυτοκρατορία, κήρυξε τον πόλεμο στην Α. Τότε αποφασίστηκε από το συμβούλιο της Κοινωνίας των Εθνών οικονομικός αποκλεισμός εναντίον της Ιταλίας, ο οποίος έγινε αμέσως αποδεκτός από όλα τα κράτη-μέλη και άρχισε να ισχύει από τον Νοέμβριο του 1935. Στο μεταξύ, οι ιταλικές δυνάμεις έχοντας ως ορμητήριο την Ερυθραία κατέλαβαν την Τιγκρέ και, βόρεια της λίμνης Ασάνγκι, συγκρούστηκαν με τον αιθιοπικό στρατό ο οποίος και νικήθηκε στη μάχη του Μάι Τσέου στις 31 Μαρτίου 1936. Στις 5 Μαΐου 1936 το ιταλικό απόσπασμα έφτανε στην Αντίς Αμπέμπα, ενώ από τη Σομαλία τα ιταλικά στρατεύματα καταλάμβαναν τη Χαράρ. Ο Χαϊλέ Σελασιέ επισκέφθηκε τότε την Παλαιστίνη και μετά την Ευρώπη, όπου απηύθυνε έκκληση συμπαράστασης στην Κοινωνία των Εθνών με αρνητικά όμως αποτελέσματα. Μάλιστα, στις 15 Ιουλίου 1936 ο οικονομικός αποκλεισμός της Ιταλίας έληξε και από τις 9 Μαΐου η Α. θεωρήθηκε προσαρτημένη στην Ιταλία. Η ιταλική διοίκηση διήρκεσε από το 1936 μέχρι το 1941 όταν, κατά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, τα βρετανικά στρατεύματα κατέλαβαν ολόκληρη την Α. Ο Χαϊλέ Σελασιέ εισέβαλε ξανά στην Αντίς Αμπέμπα στις 15 Μαΐου 1941. Με τη συνθήκη ειρήνης του 1947, η Ιταλία έχασε την Ερυθραία και το 1950 η Κοινωνία των Εθνών όρισε ότι η Ερυθραία και η Α. θα έπρεπε να αποτελέσουν μια ομοσπονδία υπό το αιθιοπικό στέμμα. Με το πραξικόπημα του 1960, που οργανώθηκε από τους αδελφούς Νεουάι, την περίοδο που ο αυτοκράτορας βρισκόταν στη Βραζιλία και η οποία γρήγορα καταπνίγηκε χάρη στην έγκαιρη επιστροφή του, άρχισαν να εκδηλώνονται οι πρώτες αντιδράσεις εναντίον της ολοκληρωτικής και προσωπικής εξουσίας που ο Χαϊλέ Σελασιέ είχε κατορθώσει να διατηρήσει μέχρι εκείνη τη στιγμή. Οι αντιφάσεις μέσα στη χώρα οξύνονταν συνεχώς ώσπου τον Σεπτέμβριο του 1974 ένα στρατιωτικό πραξικόπημα παραγκώνισε από την εξουσία τον Χαϊλέ Σελασιέ. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Σελασιέ λατρευόταν ως θεός σε μια χώρα πολλές χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από την Α., τη μικρή Τζαμάικα, ένα νησί της Καραϊβικής που τον θεωρούσε προφήτη του Μεσσία, σε ένα κράμα χριστιανικής και τοπικής καραϊβικής θρησκείας, που ονομάστηκε ρασταφαριανισμός (από το συμβατικό όνομα του Αιθίοπα μονάρχη, Ρας Ταφάρι) και έγινε διεθνώς γνωστή από τη μουσική που γεννήθηκε από αυτή την πίστη, τη μουσική ρέγκε. Το πραξικόπημα του 1974 οργανώθηκε από μια συντονιστική επιτροπή των ενόπλων δυνάμεων, γνωστή ως Ντεργκ. Η επιτροπή αυτή εγκαθίδρυσε προσωρινή στρατιωτική κυβέρνηση, επικεφαλής της οποίας υπήρξαν αρκετοί στρατιωτικοί, οι οποίοι εξοντώθηκαν ο ένας μετά τον άλλο. Πρώτος ήταν ο στρατηγός Μικαέλ Άντομ, πρόεδρος της επιτροπής συντονισμού του στρατιωτικού συμβουλίου που έπεσε κι αυτός θύμα νέας στρατιωτικής συνωμοσίας και εκτελέστηκε μαζί με άλλα μέλη του Ντεργκ. Μέσα από αυτή τη σύγχυση ένα νέο όνομα ξεχώριζε στην ηγεσία του Ντεργκ, το όνομα του Ταφάρι Μπάντι. Τον Δεκέμβριο του 1974 η Α. ανακηρύχθηκε σοσιαλιστικό κράτος και το 1975 εθνικοποιήθηκαν η γη και οι μεγάλες βιομηχανίες. Το καθεστώς εισήγαγε ένα πρόγραμμα αγροτικής ανάπτυξης με την εγκαθίδρυση συνεταιρισμών. Παρά τις υποσχέσεις του Ντεργκ για επιστροφή στον ομαλό πολιτικό βίο, οι εσωτερικές διενέξεις συνεχίζονταν αμείωτες μέχρι τον Φεβρουάριο του 1977. Οι στρατιωτικοί δεν κατόρθωσαν να αποφύγουν τις διαμάχες και να προωθήσουν προγράμματα οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης, ούτε και να λύσουν το πρόβλημα της Ερυθραίας. Έτσι, ένα νέο πραξικόπημα, τον Φεβρουάριο του 1977, οδήγησε στην εκτέλεση του Ταφάρι Μπάντι και άλλων αξιωματούχων της επαναστατικής επιτροπής. Τότε εμφανίστηκε το όνομα του αντισυνταγματάρχη Μεγκίστου Χαϊλέ Μαριάμ, του νέου ισχυρού άντρα της Α., που οργάνωσε το πραξικόπημα και τις εκτελέσεις. Κατά τη διάρκεια του 1977 και το 1978 η κυβέρνηση, προσπαθώντας να καταστείλει την αντίθεση στο καθεστώς, φυλάκισε ή εξόντωσε χιλιάδες αντιπάλους της. Στα τέλη του 1979, τέθηκαν εκτός νόμου όλα τα πολιτικά κόμματα και σχηματίστηκε μια επιτροπή για την οργάνωση του Κόμματος του Εργαζόμενου Λαού. Αυτή η κεντρική επιτροπή, στην οποία κυριαρχούσαν οι στρατιωτικοί, μετεξελίχθηκε αργότερα στο Κόμμα Εργαζομένων της Α., που εξέλεξε τον Μεγκίστου γενικό γραμματέα του, καθώς και όλα τα ανώτατα όργανά του, κατά το πρότυπο του Κομουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης (ΚΚΣΕ). Αργότερα πραγματοποιήθηκαν και εκλογές, ενώ συγκροτήθηκε εθνοσυνέλευση και η χώρα ονομάστηκε λαϊκή δημοκρατία. Πολλές οργανώσεις αντιτάχθηκαν εξαρχής στο στρατιωτικό καθεστώς της Α. και πολύ γρήγορα αναπτύχθηκαν ένοπλα κινήματα στις περιοχές του Ογκαντέν, της Ερυθραίας και της Τιγκρέ. Η Σομαλία διεκδικούσε πάντα το Ογκαντέν, το οποίο κατοικείται κυρίως από Σομαλούς. Έτσι, δυνάμεις της γειτονικής χώρας υποστήριξαν το Μέτωπο Απελευθέρωσης της δυτικής Σομαλίας, το οποίο το 1977 σημείωσε σημαντικές νίκες. Το 1978, ωστόσο, αναγκάστηκε να υποχωρήσει και στα τέλη του 1980 οι αιθιοπικές δυνάμεις, βοηθούμενες από Κουβανούς και με σοβιετικό εξοπλισμό, κατέλαβαν σχεδόν ολόκληρη την περιοχή του Ογκαντέν. Η Ερυθραία, πρώην ιταλική αποικία, συγχωνεύθηκε με την Α. το 1952 και προσαρτήθηκε ως επαρχία της το 1962. Το 1958 ιδρύθηκε το Μέτωπο Απελευθέρωσης της Ερυθραίας, το οποίο στη συνέχεια σημείωσε σημαντικές επιτυχίες, έως ότου διασπάστηκε και η μεγαλύτερη οργάνωση που προέκυψε από αυτό ήταν το Λαϊκό Απελευθερωτικό Μέτωπο της Ερυθραίας. Το 1978 οι κυβερνητικές δυνάμεις της Α. έλεγχαν το μεγαλύτερο τμήμα της Ερυθραίας και οι δυνάμεις του Λαϊκού Μετώπου είχαν υποχωρήσει στον βορρά, γύρω από την πόλη Νάκφα. Όμως, το 1982 ο στρατός απέτυχε να καταλάβει τη Νάκφα και στη διετία 1984-85 το Λαϊκό Μέτωπο πέρασε στην αντεπίθεση, απώθησε τα κυβερνητικά στρατεύματα και απελευθέρωσε μεγάλα τμήματα της Ερυθραίας. Εξέγερση σημειώθηκε και στην επαρχία Τίγκρε στα τέλη της δεκαετίας του ’70, όπου το τοπικό Λαϊκό Μέτωπο εξοπλιζόταν από το Λαϊκό Μέτωπο της Ερυθραίας. Στα τέλη του 1987, το καθεστώς ανακοίνωσε ότι θα παραχωρούσε αυτονομία σε πέντε περιοχές, αλλά οι ανταρτικές ομάδες της Ερυθραίας και της Τίγκρε απέρριψαν την πρόταση και στις αρχές του 1988 οι αντάρτες της Ερυθραίας κατέλαβαν την πόλη Αφαμπέτ προκαλώντας τεράστιες απώλειες στα αιθιοπικά στρατεύματα που βρίσκονταν στην Ερυθραία. Επωφελούμενο των εξελίξεων στην Ερυθραία, το Λαϊκό Μέτωπο της Τιγκρέ κατέλαβε όλες τις φρουρές του αιθιοπικού στρατού στις περιοχές του. Στις αρχές του 1989, ύστερα από σημαντικές ήττες, τα κυβερνητικά στρατεύματα εγκατέλειψαν σχεδόν ολόκληρη την περιοχή της Τιγκρέ στους αντάρτες. Τον Μάιο του 1989 η κυβέρνηση ενέργησε προληπτικά για να αποτρέψει πραξικόπημα ανώτατων αξιωματικών, προχωρώντας σε ριζική αναδιοργάνωση του στρατεύματος, το οποίο είχε ήδη υποστεί τεράστιες απώλειες από τους αντάρτες και το ηθικό του ήταν πολύ χαμηλό. Στα τέλη του χρόνου, οι αντάρτες της Ερυθραίας και της Τιγκρέ συμφώνησαν να αρχίσουν διαπραγματεύσεις με την κυβέρνηση. Οι πρώτες διαπραγματεύσεις ανάμεσα στους αντάρτες της Ερυθραίας και την Α. έγιναν στην Ατλάντα των ΗΠΑ, υπό την προεδρία του τότε Αμερικανού προέδρου Τζίμι Κάρτερ. Οι συνομιλίες συνεχίστηκαν στην Κένυα, αλλά ήταν σαφές ότι καμία από τις δύο πλευρές δεν ήταν διατεθειμένη να συμβιβαστεί. Επίσης, στα τέλη του 1989, εκπρόσωποι των ανταρτών της Τιγκρέ συναντήθηκαν στη Ρώμη με εκπροσώπους της αιθιοπικής κυβέρνησης, αλλά και αυτές οι συνομιλίες έληξαν άδοξα. Μόλις οι αντάρτες κατέλαβαν το μεγάλο λιμάνι της Μασάουα τον Φεβρουάριο το 1990, οι συνομιλίες διακόπηκαν και ο Μεγκίστου αναγκάστηκε να κάνει ορισμένες παραχωρήσεις. Εγκαταλείφθηκαν οι αναφορές στον σοσιαλισμό από το καθεστώς, το οποίο άρχισε να εισαγάγει στοιχεία της οικονομίας της αγοράς και να καταργεί ορισμένους από τους θεσμούς που είχε ιδρύσει. Ωστόσο, οι μεγάλες στρατιωτικές ήττες των κυβερνητικών δυνάμεων συνεχίστηκαν και στη διάρκεια του 1990. Τον Απρίλιο του 1991, δυνάμεις του Λαϊκού Επαναστατικού Δημοκρατικού Μετώπου, που ήταν μια συμμαχία του Λαϊκού Μετώπου της Τιγκρέ και ενός κινήματος της ίδιας περιοχής, κατέλαβαν την πόλη Άμπο, ενώ οι δυνάμεις των Ερυθραίων ανταρτών βρίσκονταν λίγα χιλιόμετρα έξω από το λιμάνι Ασάμπ. Στις 21 Μαΐου, μπροστά στην επικείμενη κατάρρευση των δυνάμεών του, ο Μεγκίστου εγκατέλειψε τη χώρα και σε λίγες μέρες μετά την κατάρρευση νέων συνομιλιών με την αντιπολίτευση στο Λονδίνο, μονάδες του Λαϊκού Επαναστατικού Δημοκρατικού Μετώπου (ΛΕΔΜ) κατέλαβαν την πρωτεύουσα Αντίς Αμπέμπα, όπου εγκαθίδρυσαν προσωρινή κυβέρνηση. Ταυτόχρονα, το Λαϊκό Μέτωπο της Ερυθραίας κατέλαβε την πόλη Ασμάρα και εγκαθίδρυσε προσωρινή κυβέρνηση για να διοικεί την Ερυθραία μέχρι τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος για το ζήτημα της ανεξαρτησίας. Το ΛΕΔΜ οργάνωσε εθνική συνδιάσκεψη με τη συμμετοχή είκοσι κομμάτων και εξέλεξε συμβούλιο αντιπροσώπων για μια μεταβατική περίοδο δύο ετών, μέχρις ότου γίνουν ελεύθερες εκλογές. Το Λαϊκό Μέτωπο της Ερυθραίας δεν εκπροσωπήθηκε στη διάσκεψη αυτή, αλλά συμφώνησε με το ΛΕΔΜ, το οποίο αναγνώρισε την εξουσία του στην Ερυθραία. Τον Ιούλιο του 1991 το συμβούλιο των αντιπροσώπων εξέλεξε τον Μέλες Ζενάουι, ηγέτη του ΛΕΔΜ, πρόεδρο του συμβουλίου, δηλαδή ουσιαστικά αρχηγό του κράτους. Ωστόσο, οι συγκρούσεις συνεχίστηκαν σε πολλά σημεία της χώρας, κυρίως από τις δυνάμεις του Λαϊκού Επαναστατικού Κόμματος, καθώς και του Μετώπου Απελευθέρωσης Ορόμο που αντιτάσσονταν στην κυριαρχία του Μετώπου της Τιγκρέ στο ΛΕΔΜ. Στα τέλη του 1991, η μεταβατική κυβέρνηση ανακοίνωσε τη διαίρεση της χώρας σε 14 περιφέρειες με αυτονομία και ενέκρινε μέτρα οικονομικής μεταρρύθμισης, ενθαρρύνοντας τις ιδιωτικές επενδύσεις και τις ιδιωτικοποιήσεις. Στις αρχές του 1992, συνεχίστηκαν οι συγκρούσεις ανάμεσα στις δυνάμεις του κυβερνητικού πλέον ΛΕΔΜ και πολλών κινημάτων τοπικιστικού χαρακτήρα σε διάφορα σημεία της χώρας. Τοπικές εκλογές έγιναν στα μέσα του χρόνου, αλλά αρκετές πολιτικές ομάδες δεν έλαβαν μέρος σε αυτές, καταγγέλλοντας την κυβέρνηση για εκφοβισμό, κάτι το οποίο εν μέρει επιβεβαιώθηκε από τους διεθνείς παρατηρητές. Λίγο αργότερα, το Μέτωπο του Ορόμο αποσύρθηκε από την κυβέρνηση, ενώ άλλες οργανώσεις ζήτησαν την ακύρωση των εκλογών. Κατά την ίδια περίοδο υπήρξαν καταγγελίες για παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων εναντίον αντιπάλων του κυβερνητικού συνασπισμού. Οι κυβερνητικές δυνάμεις κατάφεραν να καταστείλουν τις εξεγέρσεις, ιδιαίτερα του Μετώπου του Ορόμο, αλλά αυτό επιτεύχθηκε με μαζικές συλλήψεις από την περιοχή αυτή. Τον Ιούνιο του 1994 έγιναν εκλογές για τη νέα εθνοσυνέλευση, στις οποίες το κυβερνητικό ΛΕΔΜ εξέλεξε τη συντριπτική πλειοψηφία των αντιπροσώπων. Στις εκλογές δεν έλαβε μέρος ένας συνασπισμός κομμάτων της αντιπολίτευσης, καθώς και το Μέτωπο του Ορόμο. Η εθνοσυνέλευση αυτή ενέκρινε νέο σύνταγμα. Στις αρχές Αυγούστου 1996 μια ισλαμική οργάνωση της Σομαλίας κατηγόρησε την Α. ότι δυνάμεις της εισέβαλαν στο νοτιοδυτικό τμήμα της χώρας και σκότωσαν δεκάδες πολίτες. Σύμφωνα με τις πληροφορίες που υπήρχαν από τη Σομαλία, όπου εξακολουθούσε να επικρατεί χαώδης κατάσταση, η αιθιοπική επέμβαση υποστηρίχθηκε από το Σομαλικό Εθνικό Μέτωπο και απέβλεπε να πλήξει στρατόπεδα και βάσεις ισλαμιστών στο δυτικό τμήμα της Σομαλίας. Η Α., εκτός από τις τραγικές συνέπειες που είχε για τον λαό της το στρατιωτικό καθεστώς του Μεγκίστου, προβλήθηκε στη διεθνή επικαιρότητα και για την τραγωδία της ξηρασίας και του λιμού. Στη διάρκεια του 1984-85, η παρατεταμένη τριετής ξηρασία οδήγησε επτά εκατομμύρια ανθρώπους στον λιμό. Πολλές χώρες απέστειλαν επείγουσα βοήθεια για να αντιμετωπιστούν οι άμεσες ανάγκες, αλλά η διανομή της ήταν δύσκολο έργο, γιατί οι συγκρούσεις των κυβερνητικών στρατευμάτων με τους αντάρτες καθιστούσαν σχεδόν αδύνατη την αποστολή της βοήθειας σε απομακρυσμένες περιοχές. Πρόσθετα προβλήματα προκλήθηκαν τον χειμώνα του 1990, όταν καταλήφθηκε από τους αντάρτες το λιμάνι της Μασάουα, όπου έφθανε η βοήθεια από το εξωτερικό, και οι αιθιοπικές δυνάμεις βομβάρδιζαν και κατέστρεφαν τις προμήθειες που έφταναν εκεί. Αλλά και στις αρχές της δεκαετίας του 1990, πάνω από έξι εκατομμύρια άνθρωποι αντιμετώπισαν την ξηρασία και την πείνα και η βοήθεια από το εξωτερικό έφτασε σε αυτούς πολύ αργά και σε πολλές περιπτώσεις με τραγικές συνέπειες. Τον Αύγουστο του 1992, δεκατρία εκατομμύρια είχαν πληγεί από την έλλειψη τροφίμων, ενώ τον Οκτώβριο διακόσιοι άνθρωποι πέθαιναν κάθε εβδομάδα στο νοτιοανατολικό τμήμα της χώρας, όπου εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες ζούσαν σε άθλιες συνθήκες. Τον Ιανουάριο του 1994, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΗΕ, πάνω από τέσσερα εκατομμύρια άνθρωποι χρειάζονταν άμεση βοήθεια σε τρόφιμα για ολόκληρο το χρόνο. Συνοριακές διενέξεις με την Ερυθραία, οδήγησαν στο ξέσπασμα του πολέμου μεταξύ των δύο χωρών το 1998. Οι μάχες έλαβαν τη χειρότερη τους μορφή τον Μάιο του 2000, όταν τα αιθιοπικά στρατεύματα προχώρησαν σε βάθος στο έδαφος της Ερυθραίας. Τον Ιούνιο του έτους οι αντιμαχόμενοι ανακοίνωσαν κατάπαυση του πυρός, που την επιβεβαίωσαν στη διάρκεια συνομιλιών στο Αλγέρι, τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους. Η Α. ανακοίνωσε την πλήρη απομάκρυνση των στρατιωτικών της δυνάμεων από το έδαφος της Ερυθραίας τον Φεβρουάριο του 2001.Η περίοδος της ελληνικής επίδρασης. Η πιο αρχαία λογοτεχνία της Α. που έφτασε σε μας είναι εκείνη των ιστορικών επιγραφών των βασιλιάδων της Αξούμ. Η αιθιοπική γλώσσα χρησιμοποιήθηκε στις πιο πρόσφατες επιγραφές (από τα μέσα του 4ου αι. μ.Χ. και έπειτα), ενώ οι πιο παλαιές είναι γραμμένες στα ελληνικά ή στα νοτιοαραβικά⋅ μία μάλιστα έχει συνταχθεί σε τρεις γλώσσες: νοτιοαραβικά, ελληνικά και αιθιοπικά. Αν από γλωσσολογική άποψη αυτές οι γραφές συνδέονται άμεσα με την παράδοση του ύστερου ελληνισμού, το αφηγηματικό στιλ είναι χαρακτηριστικά ανατολίτικο στην εξύμνηση του μονάρχη, οι νίκες του οποίου παρατίθενται με τη σειρά μαζί με τον κατάλογο, συχνά μόνο αριθμητικό, με τις ατέλειωτες ήττες του εχθρού και τη λεία που αποκτήθηκε στον πόλεμο. Ιδιαίτερα σημαντική για την ιστορία της Α. είναι μια ελληνική επιγραφή, το λεγόμενο Αντουλιτικό Μνημείο. Η επιγραφή αυτή, που περιλαμβανόταν σε ένα κείμενο του Κοσμά του Ινδικοπλεύστη (Έλληνα ταξιδιώτη και εμπόρου του 6ου αι.), διαβαζόταν πάνω σε έναν ξύλινο θρόνο, ο οποίος σύμφωνα με το τοπικό έθιμο ήταν αφιερωμένος στους θεούς, ενώ διατηρήθηκε σε έναν πολύτιμο κώδικα του Βατικανού (του 9ου αι.), με σχέδια που απεικονίζουν το αιθιοπικό λιμάνι της Άντουλις και του ίδιου του Μνημείου. Η επίδραση του ελληνικού πολιτισμού σε αυτή την περίοδο της αιθιοπικής ιστορίας οφείλεται στις σχέσεις που είχαν δημιουργηθεί με την Αίγυπτο και γενικά τον ελληνορωμαϊκό κόσμο, έπειτα από την ανακάλυψη της θαλάσσιας οδού για τις Ινδίες. Από αυτό τον δρόμο έφτασε στην Α. και ο χριστιανισμός μετά την αυτοκρατορία του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Μεταφράστηκαν έτσι τα βιβλικά έργα της Παλαιάς Διαθήκης από τα ελληνικά των Εβδομήκοντα και εκείνα της Καινής Διαθήκης σύμφωνα με το κείμενο που υιοθετήθηκε στο πατριαρχείο Αντιοχείας, το λεγόμενο συρο-δυτικό του Αγίου Λουκιανού. Κοντά στα βιβλικά για τους δυτικούς βιβλία μεταφράστηκαν στα αιθιοπικά και τα απόκρυφα βιβλία των χριστιανών και των Ιουδαίων ή Ιουδαιοχριστιανών. Την ίδια περίοδο μεταφράστηκαν τα βασικά έργα για τον μοναχισμό, όπως η Ζωή του αγίου Αντωνίου που γράφτηκε από τον άγιο Αθανάσιο, η Ζωή του αγίου Παύλου του ερημίτη και ο Κανόνας του αγίου Παχωμίου, ιδρυτή της κοινοβιακής ζωής. Μεταφράστηκε επίσης μια συλλογή κειμένων από τη λογοτεχνία της ελληνικής πατρολογίας που είχε τον αιθιοπικό τίτλο Κύριλλος, εφόσον τα τρία πρώτα έργα είναι του αγίου Κυρίλλου της Αλεξάνδρειας και ο Φυσιολόγος, το γνωστό και διαδεδομένο μικρό βιβλίο όπου υπάρχουν παραδόσεις και μύθοι με ηθικό δίδαγμα. Η λογοτεχνία του 14ου αι. Ύστερα από αυτή την αρχική περίοδο της ελληνικής επίδρασης ακολουθεί στην Α. μια μακρά σιωπή. Τα πρώτα έργα που έφτασαν σε μας είναι των αρχών του 14ου αι. και συμπίπτουν με την πολιτική σταθεροποίηση της χώρας στη διάρκεια της βασιλείας των πρώτων Σολομωνιδών μοναρχών. Αυτή είναι ίσως η πιο ενδιαφέρουσα περίοδος όλης της ιστορίας της αιθιοπικής φιλολογίας. Μπορούμε, συνοπτικά, να διακρίνουμε δύο ομάδες έργων: η πρώτη ομάδα περιλαμβάνει την Ιστορία των πολέμων του νεγκούς Άμντα Σιόν και τη Δόξα των βασιλιάδων. Η δεύτερη ομάδα έργων περιλαμβάνει το Χριστιανικό μυθιστόρημα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, το Βιβλίο των μυστηρίων του ουρανού και της γης και τη Ζωή της αγίας Άννας. Την ίδια περίοδο μεταφράστηκαν από τα αραβικά διάφορα βιβλία, ιδιαίτερα με θρησκευτικά θέματα, ανάμεσα στα οποία και το Συναξάριο, συλλογή σύντομων βιογραφιών αγίων και ιδιαίτερα το Βιβλίο των θαυμάτων της Μαρίας, συλλογή διηγήσεων που γράφτηκαν για πρώτη φορά τον 12ο αι. στη βόρεια Γαλλία με τη βοήθεια Ιταλών και Ισπανών και έπειτα μεταφράστηκε από τα γαλλικά στα αραβικά, στη λατινική Ανατολή, ανάμεσα στο 1237 και το 1289. Το Βιβλίο των θαυμάτων της Μαρίας μεταφράστηκε εκ νέου από τα αραβικά στα αιθιοπικά στο τέλος του 14ου αι. Η εποχή του Ζάρα Ιακόμπ και η βιογραφική λογοτεχνία. Τον 15ο αι. κυριαρχεί στην Α. η ισχυρή προσωπικότητα του νεγκούς Ζάρα Ιακόμπ, που βασίλεψε από το 1434 έως το 1468. Σε αυτόν προσωπικά αποδόθηκαν διάφορα έργα, όπως το Βιβλίο του Φωτός και το Βιβλίο της Γέννησης, που εναντιώνονταν στις συνήθειες μαγείας και στις αιρέσεις και τα παραδοσιακά έθιμα του τόπου που ήταν αντίθετα προς τον χριστιανισμό. Στο μικρό σύγγραμμα Το βιβλίο της φύλαξης της μετάληψης, ο βασιλιάς έφτασε να θεσπίσει με διάταγμα την τιμωρία του ίδιου του εαυτού του αν παρατηρούνταν στα εδάφη του ανευλάβειες ή παραλείψεις στη λατρεία της ευχαριστίας. Μεγαλύτερη αισθητική αξία έχει η Ζωή του ηγούμενου Φιλίππου της Ντέμπρα Λιμπανός. Αυτή η Ζωή του Φιλίππου, που γράφτηκε το 1424, έδωσε την ιδέα για δύο άλλες σειρές βιογραφικών έργων: η μια αναφέρεται στη ζωή μοναχών, συγχρόνων του Φιλίππου, και η άλλη στις βιογραφίες ηγουμένων της Ντέμπρα Λιμπανός, προγενεστέρων του Φιλίππου. Πρόκειται για τη Ζωή του Μάρα Κρέστος (συντάχθηκε το 1482) και του άγιου ιδρυτή του μοναστηριού εκείνου, Τάκλα Χαϊμανότ (1515), και τη Ζωή του ηγούμενου Ιέσους Μόα, ο οποίος συνεργάστηκε ενεργά για την άνοδο των Σολομωνιδών στον θρόνο. Ενώ ανθούσε αυτή η βιογραφική λογοτεχνία, στην αυλή του μονάρχη συντάσσονταν τα Βασιλικά Χρονικά, που αποτελούν σε περιληπτική μορφή, αν και όχι χωρίς επαναλήψεις, ένα χρησιμότατο ντοκουμέντο που δεν στερείται λογοτεχνικής αξίας. Η εισβολή του μουσουλμανισμού και ο χριστιανισμός. Τον 16ο αι. η Α. διήλθε μια από τις πιο σοβαρές κρίσεις της ιστορίας της: τη μουσουλμανική εισβολή, την εισβολή των Ορόμο στο αιθιοπικό οροπέδιο και την τουρκική κατάληψη της Μασάουα το 1557. Ακόμα, σημαντικά γεγονότα ήταν η επέμβαση των Πορτογάλων στον πόλεμο ενάντια στους μουσουλμάνους και η άφιξη των πρώτων καθολικών αποστολών. Όλα αυτά τα γεγονότα, με τις διάφορες σχέσεις που επιδίωκαν, είχαν βαθιά επίδραση, ακόμη και πολιτιστική, στους Αιθίοπες, όπως φαίνεται στα Βασιλικά χρονικά, και ιδιαίτερα το γεγονός του θανάτου του νεγκούς Κλαυδίου, το 1559, στη μάχη εναντίον του εμίρη Νουρ ιμπν Μουγκαχίντ, και στο Συντομευμένο χρονικό, που έπειτα από αυτά τα γεγονότα επεκτάθηκε με συμπληρωματικές σημειώσεις σχεδόν έως την εποχή μας. Μικρά συγγράμματα όπως η Πύλη της πίστης, απολογία του χριστιανισμού σε αντιπαραβολή με το Ισλάμ, έργο του ηγούμενου Εμπακόμ της Ντέμπρα Λιμπανός, το Βιβλίο της Pυπαρότητας, τελετουργικό για τους αποστάτες που επέστρεφαν από το ισλάμ στη χριστιανοσύνη, ικανοποιούσαν τις ανάγκες της στιγμής, όταν οι αλλαγές θρησκείας επιβάλλονταν τότε συχνά με τη βία. Τελικά μια περιέργεια, πολύτιμη για μας, ενέπνευσε προς το τέλος του 16ου αι. την Ιστορία των Ορόμο του Μπαχρέι, ενός ιερωμένου της αυλής του νεγκούς Μάλα Σαγκάντ, σύγγραμμα που διατηρεί τη μνήμη της πρώτης φάσης εκείνης της επιδρομής και συγχρόνως περιέχει χρησιμότατες πληροφορίες για τη μοναδική κοινωνική δομή και το πολύπλοκο σύμπλεγμα των διαφόρων γενεαλογικών παραδόσεων των φυλών Ορόμο της εποχής. Συγχρόνως, όμως, συνέχισαν να μεταφράζονται έργα με θρησκευτικό περιεχόμενο, και αυτό γιατί τα γεγονότα επέβαλαν μια πιο ενεργή άμυνα του χριστιανισμού, και επιπλέον γιατί είχαν αρχίσει ήδη συζητήσεις με τους καθολικούς που ζητούσαν επανεξέταση της παραδοσιακής θεολογίας των σχολείων. Ακούραστη μεταφραστική δραστηριότητα ανέπτυξε αυτή την περίοδο ο ηγούμενος Εμπακόμ της Ντέμπρα Λιμπανός, αποδίδοντας στα αιθιοπικά το γνωστό θεολογικό μυθιστόρημα Βαρλαάμ και Ιωάσαφ του Ιωάννη Δαμασκηνού. Η αποστολή των ιησουϊτών στην Α. σημειώνει, με τη δραστηριότητά της από το 1554 έως το 1632, μια νέα περίοδο στην ιστορία του αιθιοπικού πολιτισμού. Μια πρώτη συνέπεια ήταν η χρήση της αμχαρικής γλώσσας, αντί της αιθιοπικής που μιλιόταν αποκλειστικά μέχρι τότε. Μια άλλη συνέπεια ήταν η ώθηση που δόθηκε στα αιθιοπικά σχολεία να αναθεωρήσουν την παραδοσιακή διδασκαλία τους και να πραγματοποιήσουν νέες μεταφράσεις, από τα αραβικά. Σε αυτή την κίνηση οφείλεται η μετάφραση της Πίστης των Πατέρων, ανθολογία αποσπασμάτων διαφόρων συγγραφέων της πατρολογίας (ελληνικής και χριστιανικής), διαφόρων υποτιθέμενων ενεργειών παπικών εγκυκλίων, και κηρυγμάτων και επιστολών των πατριαρχών Αλεξανδρείας και Αντιοχείας. Στο μεταξύ, τα Βασιλικά Χρονικά, γραμμένα από ιστορικούς της αυλής, συνέχιζαν σύμφωνα με την παράδοση να καταγράφουν, στην αιθιοπική γλώσσα, τα ιστορικά γεγονότα. Τα συμβάντα του 1632, με την αποκατάσταση των δεσμών της αιθιοπικής εκκλησίας και του κοπτικού πατριαρχείου της Αλεξάνδρειας προκάλεσαν και μια καινούργια μεταφραστική κίνηση αραβοχριστιανικών έργων εκκλησιαστικού περιεχομένου. Εδώ πρέπει να αναφερθεί και το Πνευματικό Φάρμακο, εγχειρίδιο μετάνοιας του Μιχαήλ επισκόπου του Ατρίμπ και Μπαλίγκ (στην Αίγυπτο), που μεταφράστηκε λίγο μετά το 1680. Από τα μέσα του 18ου αι. και για περισσότερο από εκατό χρόνια, η Α. έμεινε απομονωμένη, περνώντας μια περίοδο μεγάλης παρακμής που είχε επιπτώσεις και στην κουλτούρα. Η ενοποίηση της Α. από τον μονάρχη Θεόδωρο Β’ (1855 και εξής) σήμανε και την αρχή μιας φιλολογικής αφύπνισης. Ήδη όμως η αμχχαρική γλώσσα αντικατέστησε την αιθιοπική που διατηρήθηκε μόνο ως γλώσσα των εκκλησιαστικών ύμνων· και τα Βασιλικά Χρονικά του Θεοδώρου Β’ είναι γραμμένα στα αμχαρικά. Η σύγχρονη λογοτεχνία. Οι πιο συχνές επαφές με την Ευρώπη, στο τέλος του 19ου αι. και στον 20ό, έδωσαν νέες ιδέες στην αιθιοπική λογοτεχνία. Οι δύο μεγαλύτεροι συγγραφείς αυτής της περιόδου ήταν ο Γκάμπρε Ιέσους Αφεουόρκ (1868-1945) και ο Χερούι Ουόλντα Σελασιέ (1878-1939). Ο Αφεουόρκ, βαθύς γνώστης της αμχαρικής γλώσσας, ήξερε να χρησιμοποιεί τον πλούτο των εκφράσεων, σύμφωνα με την ευρωπαϊκή τεχνοτροπία των αρχών του 20ού αι. Ο Χερούι Σελασιέ δεν ήταν εξίσου πνευματώδης, αλλά ήξερε να διανθίζει τα γραπτά του με μια χαρακτηριστική ειρωνεία. Στη δεκαετία του 1960 εμφανίστηκε μια ρεαλιστική λογοτεχνία στην Α., όπου αναπτύχθηκαν θεματικές σχετικά με τις ψυχολογικές συγκρούσεις και τα πολιτικοκοινωνικά προβλήματα της χώρας. Στον τομέα αυτό αναδείχθηκαν ταλαντούχοι συγγραφείς όπως οι μυθιστοριογράφοι Ζεριχούν Μπερχανού και Άσφα Βέζεν Άσρες, οι διηγηματογράφοι Λ. Τάντες και Νέμο Μπέκα, και ο κωμωδιογράφος Μεγκίστου Λέμα. Αναπτύχθηκε επίσης μια λογοτεχνία σε αγγλική γλώσσα με εκπροσώπους, μεταξύ άλλων, τον δραματουργό Τσεγκάγε Γκάμπρε-Μεντχίν, το έργο του οποίου διακρίνεται για τη δύναμη των εικόνων του και την ομορφιά της γλώσσας του, τον μυθιστοριογράφο Ασεναφί Κεμπέντε, τον ιστορικό Ζέουντε Γκάμπρε Σελασιέ και τον ποιητή Σολωμόντα Ντερέσα, οι στίχοι του οποίου υπερβαίνουν τον εθνικό ορίζοντα και εκφράζουν τον παγκόσμιο άνθρωπο. Αξιόλογα είναι επίσης τα έργα του μυθιστοριογράφου Σελαχέ Σελασιέ και του κωμωδιογράφου Άτο Τσεγκάγιε Γκεμπού Μεντίν. Ωστόσο, η λογοτεχνική ανανέωση στη χώρα διεκόπη από την άνοδο του Μεγκίστου στην εξουσία, η δικτατορία του οποίου προκάλεσε, πλην των άλλων, και στασιμότητα στη λογοτεχνία.Η αιθιοπική τέχνη χωρίζεται σε τρεις περιόδους: την παλαιοαιθιοπική, που προηγείται από εκείνη με τα σαβαιο-αραβικά στοιχεία της Τίγκρε και περιλαμβάνει επίσης τις εκφράσεις του προχριστιανικού βασιλείου της Αξούμ· τη μεσαιωνική (7ος-14ος αι.), που ήταν σημαντική όχι μόνο στην αρχιτεκτονική, αλλά και στην αγιογραφία (τοιχογραφίες και εικόνες)· και τέλος τη σύγχρονη, που αντιστοιχεί στις ισλαμικές εισβολές του 16ου αι. Τα σαβαϊκά μνημεία της Τιγκρέ (5ος-3ος αι. π.Χ.) εμφανίζονται επηρεασμένα από νοτιοαραβικά, ναπατο-μεροητικά και ίσως και χιττιτικά στοιχεία. Στη νότια Αραβία επαναφέρουν τη διπλή πέτρινη τοιχοποιία και την επιπεδομετρία των ναών. Στη ναπαταϊκή τέχνη (την τέχνη που δημιουργήθηκε στα Νάπατα της Νουβίας) και στην αιγυπτο-μεροητική κυριαρχούν τα χονδροειδή περιγράμματα των μορφών και το κεντητό στιλ, για τη λεπτομερή περιγραφή των υφασμάτων. Στις εικαστικές τέχνες πρέπει να αναφερθούν ιδιαίτερα η Σφίγγα του Κασκασέ, ο θρόνος με τους αίγαγρους του Χαουίλα Ασαράου (Μακαλέ) και η σειρά των θυσιαστηρίων με επιγραφές, των μεγάλων και μικρών αγαλμάτων σε αυστηρή καθιστή στάση, που βρέθηκαν στο Χαουίλα Ασαράου (Μακαλέ) και στο Μελατζό και Χαουλτί κοντά στην Αξούμ.Περισσότερο ενδιαφέρουσα, καθώς προηγείται από τις μέλλουσες εξελίξεις της αιθιοπικής τέχνης, είναι η αρχιτεκτονική, με πρότυπο τον ορθογώνιο ναό της Ιελά που ξαναχρησιμοποιήθηκε αργότερα στην εκκλησία των Αβησσυνών. Η επιπεδομετρία διατηρεί τον τύπο του υπερυψωμένου νοτιοαραβικού-σαβαϊκού ιερού, τοποθετημένου πάνω σε επικλινή εξέδρα, με μεγάλη εξωτερική σκάλα εισόδου, που θα έχει επίδραση σε όλη την παλαιοαιθιοπική αρχιτεκτονική. Στην παλαιοαιθιοπική περίοδο εμφανίζονται πράγματι, βασιζόμενα πάνω σε αυτά τα προγενέστερα στοιχεία, τα χαρακτηριστικά δείγματα της αρχιτεκτονικής: η επιπεδομετρία πάνω στη σκαλωτή εξέδρα με μεγάλη εξωτερική σκάλα εισόδου, συνήθως με την πρόσοψη στα δυτικά, και η τάση προς τον οριζόντιο ρυθμό των εξωτερικών που προέρχεται από ένα δείγμα χαρακτηριστικό και αυτό των νοτιοαραβικών κτισμάτων· η εναλλαγή των πέτρινων λωρίδων που προεξέχουν και των ξύλινων εσοχών με άκρες κάθετων δοκών στις κορυφές τους, που επαναλαμβάνει σε μνημειακή μορφή την πρωταρχική δομή της καλύβας. Και αυτό ακόμα το στοιχείο πρέπει να έχει εισαχθεί από τους Σαβαίους: μένει η ανάμνηση της διακόσμησης που μεταφέρθηκε σε πέτρα, στις φημισμένες στήλες της Αξούμ, οι οποίες αποτελούν τα πιο ενδιαφέροντα μνημεία της πρώτης προχριστιανικής και πρωτοχριστιανικής παλαιοαιθιοπικής περιόδου, που συνδέεται με την πρωτεύουσα Αξούμ. Άλλα χαρακτηριστικά μνημεία της Αξούμ είναι οι λεγόμενοι θρόνοι: μεγάλοι πέτρινοι όγκοι πάνω στους οποίους είναι τοποθετημένο ένα μικρότερο κομμάτι από πέτρα και φαίνεται ότι χρησιμοποιούνταν ως θρόνοι σε ορισμένες τελετές. Η γλυπτική σε αυτή την περίοδο είναι σχεδόν ανύπαρκτη. Η διώροφη εκκλησία του μοναστηριού Ντέμπρα Νταμό, στη βόρεια Α., που χρονολογείται ανάμεσα στον 6ο και 9ο/10ο αι., φανερώνει το πέρασμα στη μεσαιωνική αρχιτεκτονική. Στο εσωτερικό της έχει τρία κλίτη με γυναικωνίτες και καταλήγει σε τρεις ορθογώνιες αψίδες συριακού ρυθμού, θόλο με επίπεδες ξύλινες πλευρές, κλειστό στο κέντρο από μια κυλινδρική οροφή: η πλούσια οροφή με χωρίσματα, ιδιαίτερα εκείνη του δεύτερου προθαλάμου με ξύλινα πλακάκια καλυμμένα με σκαλίσματα γεωμετρικών σχημάτων και ζώων σασανιδικής και κοπτο-φατιμιδικής καλαισθησίας, αποτελεί το αριστούργημα της μεσαιωνικής αιθιοπικής γλυπτικής. Ο άλλος τύπος μεσαιωνικής εκκλησίας, που έχει ίσως περισσότερο ενδιαφέρον, είναι εκείνος που σκαλίζεται στον βράχο, σύμφωνα με την ινδική τεχνοτροπία σε σχήμα παραλληλεπιπέδου, και είναι πολύ διαδεδομένος κυρίως στη Λάστα. Πιο φημισμένη απ’ όλες είναι η Ιμραχάνα Κριστός (12ος αι.) στα βόρεια της Λαλίμπελα, και το συγκρότημα περίπου πενήντα εκκλησιών, που είναι σκαλισμένες στον κοκκινωπό λόφο της Λάστα και ονομάζεται Λαλίμπελα από το όνομα ενός βασιλιά του 12ου αι., ιδρυτή του πρώτου μοναστηριού της περιοχής. Οι πιο ενδιαφέρουσες από τις εκκλησίες της Λαλίμπελα είναι η Γκιγιοργκίς (Άγιος Γεώργιος, ίσως) με έναν σταυρό εξωτερικό και βυζαντινής τεχνοτροπίας, η Μαντχανιέ Αλέμ, με το εξωτερικό της με περιμετρική στοά αποτελούμενη από τετράγωνες κολόνες. Τον 16ο αι. εμφανίζεται, ίσως λόγω της χριστιανο-ισλαμικής επίδρασης (Θόλος του Βράχου), η στρογγυλή εκκλησία με την κωνική σκεπή, που είναι χαρακτηριστική της σύγχρονης αιθιοπικής περιόδου. Το βασίλειο του Γκοντάρ, που ιδρύθηκε από τον Φασιλαντά (1632-67), ισχυροποιεί αυτό τον τύπο εκκλησίας, με διαφοροποιήσεις που αποκαλύπτουν συχνά την παρέμβαση των ευρωπαϊκών έργων: χαρακτηριστική από αυτή την άποψη είναι η εκκλησία της Μαρτούλα Μαριάμ του Γκοτζάμ, με ιταλικά και αιγυπτο-ισλαμικά στοιχεία. Η πορτογαλική επίδραση παρατηρείται κυρίως στην περιοχή του Γκοντάρ, σε διάφορα κτίρια του 16ου-18ου αι. Η ευρωπαϊκή επίδραση αρχίζει από το τέλος του 19ου αι.· μετά το 1936 οι μεγαλύτερες πόλεις απέκτησαν πολεοδομικό σχέδιο από Ιταλούς αρχιτέκτονες. Αγιογραφία. Οι αιθιοπικές εικαστικές τέχνες εκδηλώνονται στις διακοσμήσεις, σπάνια ανάγλυφα των μεσαιωνικών εκκλησιών, στις εικόνες της σύγχρονης εποχής, σκαλισμένες σε ξύλο ή μαλακή πέτρα και έντονα χρωματισμένες ή επιχρυσωμένες, και κυρίως στις ζωγραφιές: τοιχογραφίες, εικόνες και μινιατούρες. Οι εικονογραφικές πηγές των τοιχογραφιών των μεσαιωνικών εκκλησιών (σημαντικοί οι κύκλοι της Ιμραχάνα Κριστός και της Μαριάμ της Λαλιμπελά) είναι η κοπτική Αίγυπτος και η Ιερουσαλήμ. Στον όψιμο Μεσαίωνα, όπως και στη σύγχρονη εποχή, η νωπογραφία πάνω σε τοίχο ή ξύλο αντικαταστάθηκε από μνημειώδεις ζωγραφιές πάνω σε πανί ή δέρμα, που στερεώνονταν στους τοίχους ιδιαίτερα του εσωτερικού του ιερού. Πολλαπλασιάστηκαν επίσης τα δίπτυχα και τρίπτυχα, οι χαρακτηριστικές εικόνες σε τύπο φυσαρμόνικας, όπως οι φημισμένες της εκκλησίας της Τάνα Κίρκος κοντά στο Γκοντάρ (15ος-16ος αι.), από τριάντα φύλλα περγαμηνής με αγίους και αποστόλους. Η ζωγραφική φτάνει στη μεγαλύτερη αίγλη της με τις μικρογραφίες. Το πιο παλαιό Ευαγγέλιο που διασώθηκε είναι εκείνο της Άπα Γκαρίμα, που χρονολογείται από τον 11ο αι., αλλά η παράδοση αυτής της τέχνης πρέπει να ξεκινά από πολύ παλαιότερους χρόνους, μια και στις αιθιοπικές μικρογραφίες δεν υπάρχει ποτέ το θέμα του εσταυρωμένου Χριστού, που υιοθετείται στον βυζαντινό κόσμο από τον 7ο αι. Οι επιδράσεις που παρατηρούνται είναι περισσότερο από τη Συρία και την Αρμενία (πλαισίωση της σελίδας στο Ευαγγέλιο του 14ου αι.), όπως και κοπτικές. Ακολουθούν αργότερα οι βυζαντινές επιδράσεις, που αρχίζουν από τον 15ο αι., ιδιαίτερα στις προσωπογραφίες των ευαγγελιστών, στην προμετωπίδα (με τους κανόνες του Ευσεβίου μέσα σε τόξα από πουλιά και τετράποδα) που διηγούνται τη ζωή του Χριστού με λειτουργική μάλλον παρά χρονολογική σειρά. Το χαρακτηριστικό δισδιάστατο αιθιοπικό στιλ, με άχαρα περιγράμματα, επίπεδες φιγούρες και φόντο με γεωμετρικά σχέδια και βαριά και σκοτεινά χρώματα, αρχίζει τον 15ο και 16ο αι. να στρογγυλεύει τις φόρμες, ακολουθώντας την ευρωπαϊκή τεχνοτροπία. Πιο πρόσφατα τείνει να υιοθετηθεί σε αυτή τη χαρακτηριστικά λειτουργική τέχνη και ένας υποκειμενισμός που δεν έχει σχέση με τη θρησκεία.Κάτω από την ονομασία της Α. συγκεντρώνονται πληθυσμοί με εντελώς διαφορετική καταγωγή και πολιτισμό. Η εθνική ομάδα που από αιώνες κατέχει την πολιτική εξουσία και τα πρωτεία στην κουλτούρα είναι εκείνη που προέρχεται από την Αβησσυνία. Αυτή η ομάδα είναι η πιο πλούσια σε παραδόσεις, που όμως δεν χαρακτηρίζουν όλες τις αιθιοπικές συνήθειες και οι οποίες διαφοροποιούνται σε μερικά σημεία και τροποποιούνται από μορφές ζωής και σκέψης του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Τα τραγούδια και οι χοροί έχουν μεγάλη σημασία στις αιθιοπικές παραδόσεις. Από τα παιχνίδια, τα πιο διαδεδομένα είναι το γκανά, ένα είδος χόκεϊ, και το γκουγκς, ιπποδρομία ή αγώνας με άλογα.Υπάρχουν ακόμα ανιμιστικές εκδηλώσεις ανάμεσα στους Κουνάμα, στους Ορόμο και στον πληθυσμό της Κάφα. Στην κοινωνία των Αβησσυνών, όπως και σε εκείνη όλων των άλλων αιθιοπικών πληθυσμών, το κύριο συστατικό στοιχείο είναι η οικογενειακή ομάδα. Με τη βάπτιση, που γίνεται 40 μέρες μετά τη γέννηση για τα αγόρια και 80 για τα κορίτσια, τους δίνεται ένα όνομα που σχηματίζεται από τα ονόματα των θεοτήτων ή των αγίων, το οποίο διατηρείται με πολύ επιμέλεια μυστικό, για να αποφευχθούν τυχόν παρεμβάσεις εχθρικής μαγείας, που είναι αποτελεσματική μόνο αν είναι γνωστό το βαφτιστικό όνομα. Η εκπαίδευση των παιδιών είναι αυστηρή και πρώιμο το ξεκίνημα στη δουλειά. Ο Αβησσυνός απομακρύνεται συνήθως από την πατρική κηδεμονία γύρω στα δεκαπέντε χρόνια του· το κορίτσι παντρεύεται γρήγορα, όχι όμως πριν από τα δώδεκα χρόνια, και απαραίτητη προϋπόθεση για την τελειότητα του πρώτου γάμου είναι η αγνότητα. Ο γάμος καθορίζεται συνήθως από τους γονείς και η συμφωνία του αρραβώνα υπολογίζεται πολύ. Στους Κουνάμα η ένωση είναι ελεύθερη και ο γάμος έρχεται συνήθως μετά την απόδειξη της γονιμότητας της γυναίκας. Η στειρότητα θεωρείται πάντα βαρύ μειονέκτημα και ο άντρας διατηρεί το δικαίωμα να αποκτήσει παιδιά με άλλες γυναίκες, χωρίς η σύζυγος να μπορεί να αντιτεθεί σε αυτό. Η ζωή κυλά για τη σύζυγο χωριστά από τον σύζυγό της, για τον οποίο τρέφει σεβασμό και, κατά κανόνα, δεν τον αποκαλεί με το όνομά του. Αρχαίες συνήθειες επικρατούν γύρω από τον θάνατο. Χορός από γυναίκες συνοδεύει μια μοιρολογήτρα που για τρεις μέρες κλαίει τον νεκρό, του οποίου το σώμα, τυλιγμένο μέσα στο σουδάριο, κηδεύεται την επόμενη μέρα του θανάτου. Σαράντα μέρες μετά τον θάνατο, οι κληρονόμοι του μακαρίτη έχουν την υποχρέωση να γιορτάσουν μεγαλοπρεπώς την επέτειο (ταζκάρ) με ένα συμπόσιο, ύστερα από τελετές που γίνονται στην εκκλησία για την αιώνια ειρήνη του νεκρού. Οι συγγενείς του νεκρού εκδηλώνουν το πένθος για δώδεκα, σαράντα ή ογδόντα μέρες, κοιμούμενοι στο έδαφος, φορώντας φτωχικά ρούχα, ξυρίζοντας τα μαλλιά τους ή φορώντας ανάποδα το μπαρνός (ένδυμα σε μπλε, μαύρο ή κίτρινο χρώμα). Στους Κόνσο υπάρχει η συνήθεια να τοποθετούνται πάνω στους τάφους ξύλινα αγάλματα ως ανάμνηση των προγόνων. Απλός και λιτός στην καθημερινή του ζωή, ο Αβησσυνός βρίσκει αφορμές για στιγμές χαράς και ευχαρίστησης στις επίσημες τελετές και επετείους. Μια μέρα που γιορτάζεται με ιδιαίτερη φροντίδα και που επαναλαμβάνει μια αρκετά αρχαία συνήθεια είναι ο εορτασμός του προστάτη αγίου, ο οποίος επιλέγεται από μια ολόκληρη ομάδα προσώπων ή οικογενειών, που με τη σειρά γιορτάζουν κάθε μήνα την επέτειο. Σε αυτές τις γιορτές προστίθενται και οι εθνικές για να υμνήσουν γεγονότα και προσωπικότητες, καθώς και οι θρησκευτικές χριστιανικές γιορτές, πολλές από τις οποίες διατηρούν έναν πιο αρχαίο και πρωτόγονο ανιμιστικό χαρακτήρα, όπως η γιορτή της ημέρας του Αγίου Ιωάννη, με την οποία αρχίζει ο καινούργιος χρόνος (και πέφτει ανάμεσα στις 8 και 12 του δικού μας Σεπτεμβρίου).Σε ό,τι αφορά τα θρησκεύματα, αυτά που έχουν περισσότερους οπαδούς στην Α. είναι ο χριστιανισμός των μονοφυσιτών και ο ισλαμισμός. Ο ισλαμισμός είναι διαδεδομένος στις ανατολικές και νότιες περιοχές και σε ορισμένες δυτικές ζώνες. Η εκκλησία των μονοφυσιτών, που λέγεται και κοπτική, είναι στενά συνδεδεμένη με τον πατριάρχη Αλεξανδρείας που διορίζει τον αμπούνα (πατέρας μας), αρχηγό της αιθιοπικής εκκλησίας. Η πιο μεγαλοπρεπής γιορτή της κοπτικής εκκλησίας είναι η γιορτή του Σταυρού (Μασκάλ), που γίνεται δεκαεπτά μέρες μετά την αρχή του χρόνου με το άναμμα μεγάλης φωτιάς. Οι επέτειοι κλείνουν με μεγάλα συμπόσια, στα οποία απαγορεύεται η συμμετοχή γυναικών.Οι γυναίκες, στην προσπάθειά τους να διατηρούν ανοιχτόχρωμο το δέρμα τους, προστατεύονται όσο το δυνατόν καλύτερα από τον ήλιο, φορώντας μακριούς μανδύες (μπαρνός), μεγάλα κομμάτια ύφασμα και κρατώντας ομπρέλες. Χρησιμοποιούνται πολύ τα περιδέραια, οι σταυροί, καθώς και οι κρίκοι γύρω από τον λαιμό, τα δάχτυλα και τους αστραγάλους. Οι χριστιανοί φορούν γύρω από τον λαιμό ένα μεταξωτό κορδονάκι (ματάμπ) με σταυρούς και φυλαχτά για να τους προστατεύουν από τους μπουντά, όπως αποκαλούνται οι μάγοι. Ακόμα και οι χρυσοχόοι και οι σιδηρουργοί θεωρούνται μπουντά και γι’ αυτό αποφεύγονται. Το συνηθισμένο ένδυμα του άντρα αποτελείται από το σιάμα, μια άσπρη βαμβακερή τήβεννο, πάνω από την οποία συχνά φοριέται το μπαρνός από σκούρο μαλλί. Το σιάμα έχει λεπτή ύφανση και μια πολύχρωμη φάσα στην άκρη, λιγότερο ή περισσότερο πλούσια, ανάλογα με την κοινωνική θέση αυτού που τη φορά.Για να φτάσει κανείς στην Α. θα πρέπει να χρησιμοποιήσει συνήθως το αεροπλάνο. Δεν είναι όμως εξαιρετικά δύσκολο να φτάσει και με το αυτοκίνητο, ακολουθώντας τη μακριά διαδρομή από την Αίγυπτο και το Σουδάν έως την Κάσαλα, στην είσοδο για την Ερυθραία. Στα σύνορα χρειάζεται η θεώρηση που γίνεται στα προξενεία ή στην είσοδο της χώρας. Είναι απαραίτητος ο εμβολιασμός για την ευλογιά και τον κίτρινο πυρετό. Απαγορεύεται η εισαγωγή τοπικού συναλλάγματος και η εξαγωγή ξένου όταν υπάρχει ποσοτική διαφορά ανάμεσα στο νόμισμα που εισήχθη και σε εκείνο που μετατράπηκε στην τράπεζα. Θα ήταν σωστό το ταξίδι να συνδεθεί με επίσκεψη και στην Ερυθραία, αφού τα συγκοινωνιακά δίκτυα συνδέουν την πρωτεύουσα της Ερυθραίας με την Αντίς Αμπέμπα. Η Ασμάρα μπορεί να αποτελέσει σημείο εκκίνησης για μια μερική επίσκεψη της Ερυθραίας. Περνώντας μέσα από μαγευτικά τοπία, χρησιμοποιώντας είτε τον σιδηρόδρομο είτε τον αυτοκινητόδρομο (εκδρομή από το Νεφασίτ στο μοναστήρι του Μπιζέν), ο επισκέπτης φτάνει αρχικά στη γειτονική και γραφική Μασάουα (αλυκές, παραλίες στην πλευρά που βλέπει στο αρχιπέλαγος Νταλάκ) και στα ερείπια της Άντουλις, αρχαίο λιμάνι του βασιλείου της Αξούμ. Προς τα δυτικά, μπορεί αντίθετα να πάει στο Κέρεν και στα κέντρα του Αγκορντάτ, Μπαρέντου και Τεσενέι. Στη διαδρομή προς τον νότο, περνώντας τα σύνορα της Ερυθραίας, φτάνει στην Άδουα (γραφικές εκκλησίες Μαντχανιέ, Ελέμ και Εντά Σελασιέ) και έπειτα στην Αξούμ που είναι το πιο γνωστό ιστορικό κέντρο της χώρας. Μπορεί να επισκεφθεί εκεί το πάρκο των στηλών, τον τάφο του βασιλιά Μπάζεν, τον καθεδρικό ναό Εντάμ Μαριάμ, την πιο σημαντική αιθιοπική εκκλησία, τους θρόνους του Δαβίδ και των Κριτών, τα ερείπια των αρχαίων κτιρίων και στα περίχωρα, τη νεκρόπολη των βασιλιάδων της Αξούμ, το ιερό της Εντά Αμπά Λικανός, το ιερό της Εντά Αμπά Πανταλεουόν και τον τάφο του Μενελίκ Α’. Ανάμεσα στην Άδουα και το Αντιγκράτ ο προαξουμικός ναός του Ιεχά και το φημισμένο μοναστήρι του Ντέμπρα Νταμό είναι δύο άλλα μνημεία μεγάλης σημασίας για την ιστορία και την τέχνη της αρχαίας Α. Όλη η διαδρομή από την Ερυθραία έως το Γκοντάρ ξετυλίγεται μέσα σε τοπία εξαιρετικής επιβλητικότητας, μέσα από τις μεγαλοπρεπείς άμπε του Σεναφέ, του Τσελεμίτι και του Σέμιεν με τους παράξενους βραχώδεις σχηματισμούς. Μετά το Γκοντάρ, έναν άλλο σημαντικό σταθμό του ταξιδιού, ο ταξιδιώτης φτάνει στη λίμνη Τάνα όπου μπορεί να σταματήσει στο Μπαχαρντάρ, απ’ όπου θα μπορέσει να κάνει τον γύρο των νησιών, που σχεδόν όλα έχουν την εκκλησία τους, και να επισκεφθεί τα ερείπια του κάστρου πορτογαλικής τεχνοτροπίας Μαριάμ Γκεμπ στην Γκόργκορα και τους φημισμένους καταρράκτες του Γαλάζιου Νείλου. Το ταξίδι συνεχίζεται μέσα από τους μεγαλοπρεπείς και βαθείς λαιμούς του Γαλάζιου Νείλου, στη Φιτσέ (μοναστήρι της Ντέμπρα Λιμπανός) και μετά στην πρωτεύουσα της Α. Η Αντίς Αμπέμπα χαρακτηρίζεται από μια σύγχρονη πολεοδομία, που άρχισε με την ιταλική κατοχή και αφού ενώθηκε με τον παλαιό συνοικισμό. Το ενδιαφέρον συγκεντρώνουν το Άφρικα Χολ, το Μαυσωλείο του Μενελίκ, οι εκκλησίες της Αγίας Τριάδος και του Αγίου Γεωργίου, η αγορά, το παλιό Γκεμπί (παλάτι), το πρώην αυτοκρατορικό μέγαρο του ιωβηλαίου, το Αρχαιολογικό Μουσείο και ακόμα η ανάβαση στο βουνό Εντότο. Ξεκινώντας από την Αντίς Αμπέμπα, ο ταξιδιώτης μπορεί να επισκεφθεί την Κόκα και τη Ναζερέτ, συνεχίζοντας ίσως στην Μπισόφτου, πάνω στον δρόμο για την Ντίρε Ντάβα, στην Αντίς Αλέμ και στην Αμπό, πάνω στον δρόμο για το Λεχεμτί. Για την επιστροφή στην Ασμάρα ακολουθείται ο πιο σύντομος δρόμος για την Ντεσιέ. Μετά την Ουάλντια (απ’ όπου αρχίζει το δύσκολο δρομολόγιο για τη Λαλίμπελα), ο δρόμος περνά κοντά από τη λίμνη Ασάγκι, την Άμπα Αλάτζι και Άμπα Αραντάμ. Η επίσκεψη στην Ντανκαλία δεν είναι εύκολη. Παρ’ όλα αυτά, καταλήγει να είναι πολύ ενδιαφέρουσα η διαδρομή από την Ντεσιέ στην Άσαμπ, περνώντας μέσα από εκπληκτικά τοπία από λάβα και σβηστά ηφαίστεια. Για την επίσκεψη στην περιοχή της Χαράρ, ξεκινώντας από την Αντίς Αμπέμπα, φτάνει κανείς στην Ντίρε Ντάβα. Από εκεί ένας ωραίος δρόμος οδηγεί στη Χαράρ (γραφική αγορά, τείχη της αρχαίας πόλης, εκκλησία Μαντχανιέ Αλέμ, τζαμί, Γκεμπί του Ρας Ταφάρι Μακόνεν). Ένας όχι και πολύ εύκολος δρόμος οδηγεί από τη Χαράρ στην πεδιάδα του Ουέμπι Σεμπέλι. Άλλο ενδιαφέρον δρομολόγιο με εκκίνηση από την Αντίς Αμπέμπα είναι εκείνο που οδηγεί προς τις λίμνες της Φόσα Ορόμο. Λιγότερο εύκολα αλλά μαγευτικά είναι τα δρομολόγια που ξεκινούν από την πρωτεύουσα και κατευθύνονται προς τα δυτικά. Εκτός από την Γκιόν και το στενό του ποταμού Όμο μπορεί να συνεχίσει ο επισκέπτης προς την Τζίμα στην Κάφα και, ακόμα μακρύτερα, έως το Μιζάν Τεφερί, σε μια ζώνη από πυκνά ισημερινά δάση.Σύμφωνα με στοιχεία του Αρχείου Ομογενειακών Οργανώσεων, στην Α. ζούσαν 700 Έλληνες το 2001. Αρκετοί από αυτούς ασχολούνται με την επεξεργασία και το εμπόριο δερμάτων. Πίνακας που απεικονίζει ένα επεισόδιο από τον πόλεμο Μουσουλμάνων και Πορτογάλων (16ος αι.), που είχαν σπεύσει να βοηθήσουν τον νεγκούς Λεμπνά Ντενγκέλ (Αφρικανικό Μουσείο, Ρώμη· φωτ. Gilardi). Χαρακτηριστικός τύπος της αιθιοπικής φυλής, που προέρχεται από επιμειξίες ευρωπιδών με εκπροσώπους της μαύρης φυλής. Αντιπροσωπευτικός τύπος των ανθρώπων που ζουν στο αιθιοπικό οροπέδιο. Μια ομάδα γυναικών με φόντο τις προεκλογικές αφίσες των πρώτων πολυκομματικών εκλογών στην Αιθιοπία το 1995. Ο ναός του Αγίου Γεωργίου στην Αντίς Αμπέμπα της Αιθιοπίας. Πορτογαλικός πύργος στην πόλη Γκοντάρ, που υπήρξε παλαιότερη πρωτεύουσα της Αιθιοπίας. Οι καταρράκτες του Γαλάζιου Νείλου (Αμπάι), λίγο μετά την έξοδο του ποταμού από τη λίμνη Τάνα (φωτ. Bavaria). Γυναίκες του αιθιοπικού οροπεδίου (φωτ. Scattini). Νεαρή εκπαιδευτικός, σε σχολείο της Αντίς Αμπέμπα. Η Αντίς Αμπέμπα είναι χτισμένη σε ένα εκτεταμένο οροπέδιο. Το μέγαρο του κοινοβουλίου στην πρωτεύουσα της Αιθιοπιας. Παρά τις προσπάθειες, η θέση της γυναίκας στην παραδοσιακή αιθιοπική κοινωνία δεν έχει βελτιωθεί σημαντικά. Οι φυλετικές διαμάχες αποτελούσαν πάντοτε μεγάλο πρόβλημα για την κοινωνική δομή του αιθιοπικού κράτους. Εκείνοι που κυρίως αντιμετώπισαν τον τρομακτικό λιμό, την περίοδο 1980-90, στην Αιθιοπία ήταν οι μαύροι της υπαίθρου. Χαρτονόμισμα των 50 μπιρ που εκδόθηκε το 1997. Ένα αγροτικό τοπίο του αιθιοπικού υψιπέδου, όπου οι αγρότες χρησιμοποιούν ακόμα το άροτρο. Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Λαϊκή Δημοκρατία της Αιθιοπίας Παλαιότερη ονομασία: Αβησσυνία Έκταση: 1.127.127 τ. χλμ. Πληθυσμός: 67.673.031 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Αντίς Αμπέμπα (2.638.500 κάτ. το 2001) Ένας από τους πολυάριθμους αντιγραφείς που υπάρχουν ακόμα στην Αιθιοπία και είναι θεματοφύλακες μιας σεβαστής πολιτιστικής παράδοσης. Η πρωτεύουσα της Αιθιοπίας, Αντίς Αμπέμπα, έλαβε μια σύγχρονη πολεοδομική όψη κατά την περίοδο της ιταλικής κατοχής Κόπτης ιερέας στη διάρκεια της πιο μεγαλοπρεπούς γιορτής της Κοπτικής Εκκλησίας, της γιορτής του Σταυρού (Μασκάλ), που γίνεται 17 ημέρες μετά την αρχή του χρόνου, με το άναμμα μεγάλης εξευμενιστικής φωτιάς. Τα ερείπια των θεμελίων ενός ανακτόρου της Αξούμ, πρωτεύουσας του αρχαιότερου αιθιοπικού βασιλείου, που άκμασε τον 4ο αι. Στα μέσα του 19ου αι., Αιθιοπία κατάφερε να βγει από την κατάσταση παρακμής, χάρη στην ενοποίηση της αυτοκρατορίας που έγινε με προσπάθειες του νεγκούς Θεοδώρου Β’ (1855-68). Χαρακτηριστικές καλύβες με κυκλικό σχήμα. Η Γαλάζιος Νείλος, σε μικρή απόσταση από τις πηγές του στη λίμνη Τάνα. Αιθιοπική μικρογραφία που απεικονίζει τον Λαλίμπελα, τον μεγαλύτερο άρχοντα της δυναστείας Ζαγκουέ, επικεφαλής του στρατού του (Μουσείο του Ανθρώπου, Παρίσι). Μια δραματική εικόνα, αποτέλεσμα της ξηρασίας που έπληξε την Αιθιοπία και προκάλεσε τεράστιες ζημιές στην οικονομία της. Τα ερείπια του παλατιού της βασίλισσας του Σαβά, στην Αξούμ. Ο Χαϊλέ Σελασιέ Α’, αυτοκράτορας της Αιθιοπίας (1930-74). Φωτογραφία των υψιπέδων της Αιθιοπίας τον Φεβρουάριο του 1984, από δορυφόρο της ΝΑΣΑ, από ύψος 340 χλμ. (φωτ. NASA, earth.jsc. nasa.gov).
Dictionary of Greek. 2013.